Γράφει η Νατάσα.

Τι παραπάνω ζητούν οι άνθρωποι από όσα θέλησαν πραγματικά! Μια ζωή που τη σχεδίασαν με τον άνθρωπό τους κι είναι στα μέτρα των προσδοκιών τους. Ένα μέλλον που θα αξίζει κάθε θυσία και κάθε εμπόδιο που βρέθηκε μπροστά. Κι αν κάθε φορά που πληγώνονται θέλουν να τρέξουν μακριά, να κρυφτούν από όσα κουβαλάνε ή που τους φόρτωσαν οι άλλοι, μένουν να προσπαθούν όταν το κίνητρο είναι μεγαλύτερο από την προσωπική θυσία.

Δέχτηκα να στέκομαι δίπλα σου χωρίς τον παραμικρό φόβο κι ας ήξερα πως η διαδρομή μας θα ήταν δύσκολη και θα με έπνιγε κάπου στην πορεία. Το φορτίο δυσβάστακτο. Κι αν αυτό το ήξερα καλά, θεώρησα πως το «μαζί» ήταν πολύ πιο σπουδαίο από το «εγώ» χωρίς εσένα. Στο χρωστούσα άλλωστε. Μα δεν ήταν τόσο η υποχρέωση όσο το ότι ήσουν πια –χωρίς να σε επιλέξω– το άλλο μισό μου, ο άνθρωπός μου.

Δε με φόβισε, που λες, τίποτα. Δίστασα μόνο μια στιγμή στη σκέψη μήπως δε θα άντεχα όλα όσα θα συνεπάγονταν αν σε είχα στη ζωή μου. Δυσκολίες, αμφιβολίες, αποστάσεις, συγκυρίες, φιλοδοξίες, χρονοδιαγράμματα, επιθυμίες. Μια στιγμή μόνο δίστασα κι ύστερα ήμουν πιο σίγουρη από πριν. «Μαζί σου κι ό,τι φέρει στο διάβα της η ζωή».

Με αγκάλιασες γιατί ήξερες καλά πως δεν ήταν εύκολο καμιά να μπει στη δική σου ομάδα όταν όλες τις μάχες τις είχες ήδη χαμένες. Έγινες παιδί στα χέρια μου και δάκρυσες που μου φόρτωνες ένα φορτίο που δεν ήταν δικό μου. Ύστερα μου χαμογέλασες και με πήρες απ’ το χέρι να συνεχίσουμε.

Περάσαμε δρόμους δύσκολους κι όσο περνούσαμε, άλλο τόσο αντέχαμε. Κι ύστερα δειλά-δειλά φτιάχναμε όνειρα ένα τουβλάκι εγώ κι ένα εσύ. Κι αν κάποιος από τους δυο μας κουραζόταν τον σήκωνε ο άλλος και του έδινε ζωή.

Λένε, πως οι άνθρωποι έχουν τρεις φόβους, τον εαυτό τους, τους ανθρώπους και το μέλλον. Να λοιπόν, έτσι με κέρδισες. Μου έδωσες δύναμη να αντέξω εμένα, να εμπιστευτώ τους ανθρώπους και να πιστέψω αισιόδοξα σε ένα μέλλον που θα ήμασταν μαζί. Δυο κόσμοι, όμως, για να σμίξουν πρέπει να κοιτάνε τον ήλιο την ίδια ώρα της ημέρας. Γιατί τον ήλιο μπορεί να τον κοιτάνε, αλλά ο ένας να τον κοιτάει την ώρα της δύσης. Και κάπου εκεί οι άνθρωποι πρέπει να αλλάξουν οδούς.

Φτάσαμε μια αναπνοή πριν να αγγίξουμε τον ίδιο ήλιο. Θυμάμαι γέλασα που δεν αφήσαμε δεσμά να μας κρατάνε. Γέλασα για όσους προσπάθησαν να μας χαράξουν και δεν μπόρεσαν, γέλασα για όσα ηθελημένα αγνοήσαμε. Γέλασα που το φορτίο υπήρχε μα δε μας άγγιζε πια.

Ήμασταν στο δικό μας ωραιότερο σημείο. Μπροστά από τον ήλιο γύρισα και σε κοίταξα. Είχες κάνει δυο βήματα πίσω. Δε σου έδωσα το χέρι γιατί δεν είχα δικαίωμα να σε παρασύρω άλλο μαζί μου. Θα έπρεπε να ξέρεις πως φτάσαμε. Είπα, θα φοβήθηκες μα θα έρθεις μαζί, δεν μπορεί.

Τα μάτια μου σε ακολουθούσαν ενώ γύρισες την πλάτη και πήγαινες αντίθετα, μέχρι που έφτασες πίσω στην ανατολή σου. Είναι άδικο οι άνθρωποι να κάνουν όνειρα και οι δύο μα να τερματίζει ο ένας. Λες και αγόρασαν σε ευκαιρία μια ζωή για την οποία δεν ήταν έτοιμοι να ζήσουν. Έμεινα λοιπόν στη δύση μας και συνεχίζω να περπατώ σε ένα όνειρο που φτιάξαμε παρέα μα εγκατέλειψες. Γιατί εγώ είχα σιγουριά πως είσαι ο άνθρωπός μου κι εσύ νόμιζες πως ήμουν ο δικός σου.

Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη