Γράφει Ταόριμ

Επέλεξες να στείλεις ένα μήνυμα και μέσα σε λίγες σειρές να χρυσώσεις το χάπι της φυγής σου, ενώ ήξερες πως πάντα έλεγα ότι οι άνθρωποι πρέπει να κοιτάζονται στα μάτια και να λένε όσα νιώθουν. Μου έδωσες το χάπι, με χάιδεψες και έμεινα εκεί να αναρωτιέμαι. Τι νομίζεις πως είναι οι ανθρώπινες σχέσεις; Ποιος νομίζεις πως είσαι εσύ που θα αποφασίσεις για το pause της δικής μου ζωής; Ποια νομίζεις πως είμαι εγώ; Ή μάλλον «συγνώμη» για την τελευταία ερώτηση, ξέρεις πολύ καλά ποια είμαι. Είμαι εκείνη που ήταν δίπλα σου για να νιώθεις καλά. Εκείνη που έλεγες πως η αγάπη της άξιζε το θλιμμένο σου χαμόγελο. Εκείνη που φώναζες χωρίς ήχο, έπιανε τη φωνή σου χιλιόμετρα μακριά και ερχόταν να σου ψιθυρίσει «ηρέμησε, εγώ είμαι εδώ». Εκείνη που κανένα ρίσκο δεν ήταν ικανό να νικήσει τα αισθήματά της.

Τα μπέρδεψες όμως αγάπη μου. Δεν έχω πια προσδοκίες. Μπαίνεις σε λάθος σκέψεις αν νομίζεις πως κάνω ακόμα όνειρα με επίκεντρο εσένα. Δε μένει ο καθένας στη στάση που τον αφήνεις. Και η δική μου στάση είναι δεν είναι πια εκείνη που ήξερες. Γιατί μάλλον δεν άξιζες κανένα λεωφορείο για τα μεγάλα ταξίδια της ζωής. Τα συναισθήματα αγάπη μου δε γνωρίζουν από παύσεις και διαλείμματα. Ποιος είσαι εσύ που θα ορίσεις τα δικά μου; Σου έδωσα όλα τα δικαιώματα πάνω μου, όχι όμως και το δικαίωμα να ορίζεις την ψυχή μου. Αυτή στην πρόσφερα όταν σε γνώρισα, αλλά τους κανόνες της τους αποφασίζω εγώ.

Σε τρελαίνει που σε ξέρω καλύτερα απ’  όλους και που σήμερα ξέρεις πως έχω δίκιο. Δεν το υπολόγισες αυτό, σωστά; Φοβήθηκες πως θα ‘πρεπε να μου πεις αλήθειες, φοβήθηκες πως θα σε καταλάβω και επέλεξες τον χειρότερο τρόπο. Βουλιάζεις στα σκοτάδια σου, γιατί δεν έχεις τα κότσια να ανοίξεις τα παραθυρόφυλλα της ζωής σου και έμαθες να κοιτάζεις μέσα από τις γρίλιες. Ξέρεις κάτι; Όσο ο καιρός περνάει και όσο εσύ φροντίζεις να μεγαλώνεις την απόσταση και το χάσμα μεταξύ μας, τόσο με φτάνεις σε σημείο να αναρωτιέμαι γιατί σ’ αγάπησα. Πόσο λυπηρό να με κάνεις να νιώθω έτσι! Να με βάλεις να ψάχνω να βρω αφορμές και αιτίες για να σε κρατήσω ψηλά, εκεί που πάντα σε είχα. Σε απομυθοποίησα. Και στο ‘χα πει. Αν συμβεί αυτό, έφυγα. Με είχες κι έλεγες κάτι σκόρπιες  «καλημέρες» και  «καληνύχτες» όποτε σε βόλευε. Δε φταις εσύ. Εγώ φταίω.

Δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Κυνηγάω ένα φάντασμα. Έχω χάσει εμένα προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πως έχει απομείνει κάτι απ’ όλο αυτό. Όσο εγώ έψαχνα εσένα, έψαχνα εμάς, εσύ έψαχνες τρόπους να ρίξεις άλλες. Καμιά εμπιστοσύνη σε σένα πια. Εξαντλήσαμε όλον τον χρόνο και το συναίσθημα της κλεψύδρας μας. Σε ήθελα στη ζωή μου εραστή, σύντροφο και φίλο. Ώρες–ώρες αναρωτιέμαι αν τελικά είσαι εσύ τόσο βλάκας που άφησες να χαθεί όλο αυτό ή εγώ τόσο ηλίθια που το είχα εξιδανικεύσει. Δε θα πάρω απάντηση. Θα φανεί στο χειροκρότημα.

Θα σου δώσω μόνο μια συμβουλή και έχω κάθε δικαίωμα να το κάνω. Η ζωή, αγάπη μου, είναι έξω από τις ώρες που κλέβεις για να ζεις το παραμύθι σου γεννώντας δήθεν αισθήματα. Κανένα χαμόγελο, καμιά ατακάρα σου, δε θα σου φέρουν την ικανοποίηση που έχεις όταν τα κάνεις όλα άνω-κάτω και βγαίνεις από το πρόγραμμά σου για να χαθείς σε μια αγάπη δυο λεπτών χαράματα στο πάρκινγκ της Εθνικής Οδού. Καμία πρόσκαιρη δήθεν συντροφιά δε θα στρώσει με ξόβεργα τη ζωή σου. Κι συ το ξέρεις αυτό καλύτερα από μένα. Φρόντισε, λοιπόν, να χτίσεις άλλες αναμνήσεις. Μην αφήνεις τον εαυτό σου να συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο από αυτά που αξίζεις. Καθένας που αγαπάει με πάθος δεν μπορεί να προσφέρει λιγότερα. Δε σου κρύβω πως μέσα από σένα κατάλαβα πόση κρυμμένη αγάπη είχα να προσφέρω και πόσα μπορώ να κάνω, πόση δύναμη κρύβει ο έρωτας μου. Πόσο σε ευγνωμονώ γι’ αυτό!

Δε θα σου πω πως θα σε περιμένω, εσύ επέλεξες τον τρόπο που έφυγες. Άλλωστε για να φύγεις, δεν είχες τίποτα να κρατήσεις. Έχω διώξει πια ό,τι μου θύμιζε εσένα. Όχι γιατί ήθελα, αλλά γιατί έπρεπε να προχωρήσω. Πίστεψα πως θα ήμασταν δεμένοι με ‘κείνη την αόρατη κόκκινη κλωστή της ζωής για πάντα. Εκείνα τα δικά μου «πάντα» όμως, εκείνα που εννοούσα. Στήριγμα ο ένας του άλλου. Πώς με έπεισες και είχα αυτή την εντύπωση; Μάλλον λόγω των δυνατών μου συναισθημάτων. Έχω κι εγώ κάτι απωθημένους ουρανούς ώρες-ώρες!

Ήθελα να σου τα πω καιρό, αλλά με πρόλαβες. Τρέναρα την αίσθηση της απουσίας σου και δούλευα στο μυαλό μου την έλλειψή σου. Εγώ δε θα σε ξαναψάξω και συ δε θα με ξαναβρείς. Αλήθεια τι ξέρεις εσύ από απουσίες; Να σου λέει ο άλλος «αγάπη μου θέλω να σε δω» και να μηδενίζεις αποστάσεις. Να περιμένεις να ακούσεις τον ήχο της φωνής του, το γέλιο του, τον στεναγμό του. Μη μου λες εσύ τι σημαίνει «μου λείπεις», γιατί εγώ μ΄αυτό ζούσα.

Τι ωραία που λες όμως «εδώ είμαι και εδώ θα είμαι». Αλήθεια τώρα; Όχι αγάπη μου, δεν είσαι. Γιατί αν ήσουν δε θα έφευγες, δε θα ήθελες το χρόνο σου. Θα με έβαζες απέναντί σου, θα μου μιλούσες και θα σε καταλάβαινα. Και πόσο αντιφατικό αλήθεια να κλείνεις με φινάλε ένα «σ’ αγαπώ» . Εδώ αλήθεια δεν ξέρω αν πρέπει να κλάψω. Αλλά δε θα το κάνω. Σε απομυθοποίησα. Λυπάμαι αν σου χάλασα το όνειρο της επιστροφής σου. Μεταξύ μας δε θα ερχόταν ποτέ. Θα κλείσω λέγοντάς σου αυτό που σου έλεγα πάντα. Πρόσεχε τον εαυτό σου, γιατί δε θα είμαι εκεί πια να σε προσέχω εγώ.