Γράφει η Α.

Είναι πανέμορφη. Ακούς μαμά; Είναι πανέμορφη σου λέω. Έχει μακριά μαύρα μαλλιά και τα πιο υπέροχα χείλη που έχω δει σε άνθρωπο. Έχει μάτια που αστράφτουν, είναι πιο έξυπνη από τους περισσότερους, μα δεν το παίρνει πάνω της. Είναι ταπεινή, μαμά. Θα τη συμπαθούσες πολύ.

Μα δε θα τη γνωρίσεις. Δε θα μάθεις πόσο σημαντική είναι για μένα, πόσο ανυπόφορα ερωτευμένη είμαι μαζί της, πώς καταφέρνει να μου σχηματίζει ένα χαμόγελο-τατουάζ στο πρόσωπό μου. Δε θα μάθεις πόσο χαμένη ήμουν πριν έρθει στο δρόμο μου, πόσο πολύ φοβόμουν πως δε θα καταφέρω να βρω ποτέ την αγάπη.

Κι εσύ δε θα το μάθεις ποτέ αυτό γιατί είναι μια Μαρία. Κι όχι ένας Σπύρος, ένας Αντρέας ή ένας Δημήτρης. Είναι η Μαρία μου, μα στη ζωή μου μπορεί να είναι φίλη ή τίποτα. Αλλιώς πρέπει να ντρέπομαι. Πρέπει να σκύβω το κεφάλι, να αντιμετωπίζω τον εαυτό μου σαν ασθένεια, σαν φαινόμενο. Δεν είμαι κοινωνικό φαινόμενο μαμά, ερωτευμένη είμαι.

Δεν είμαι τίποτα και είμαι τα πάντα. Δεν έχω δικαίωμα να επιλέξω εγώ τον άνθρωπο που θ’ αγαπήσω; Γιατί; Γιατί δεν έχει πουλί; Συγγνώμη που γίνομαι χυδαία, πάντα διαφωνούσες με τον τρόπο που μιλάω. Μα δε διαφωνούσες μόνο μ’αυτό. Ντυνόμουν λάθος, συμπεριφερόμουν λάθος, δεν ήμουν αρκετά θηλυκή, αρκετά σέξι αρκετή, γενικά.

Μα η Μαρία, η Μαρία μου, δεν τα βλέπει όλα αυτά, κοίτα να δεις! Κοίτα να δεις μαμά, που δεν ντρέπεται να μου κρατάει το χέρι ή να με φιλάει στο δρόμο. Δε φοβάται να είναι μαζί μου. Κι εσύ αυτό δε θα το μάθεις ποτέ.

Δε σε κατηγορώ, νομίζω δεν έχει πια καμία αξία, απλά μου λείπει να σε έχω στη ζωή μου. Μου λείπει να σου λέω τα στραβά, να σου ζητάω μια συμβουλή, να διαλέγουμε μαζί δώρο για τα γενέθλιά της. Δεν έχω όμως αυτό το δικαίωμα, γιατί είναι εκείνη κι όχι εκείνος. Πόσο μικρό κι ασήμαντο, να χάνεις δυο ζωές για μία κλίση ουσιαστικού ή επιθέτου. Χάνεις τις στιγμές, γιατί δε σ’αρέσει το πώς ακούγονται οι λέξεις.

Μου λείπεις βρε μαμά. Μου λείπει να μπορώ να σου πω όλα όσα νιώθω. Μου λείπει να έρθω και να κρυφτώ στην αγκαλιά σου, γιατί είναι πολύ άσχημος ο κόσμος εκεί έξω. Μου λείπει να μπορώ να φέρω την κοπέλα μου στο σπίτι, να δοκιμάσει το απίθανο κοτόπουλο που φτιάχνεις. Γιατί να μην μπορώ;

Γιατί να μην μπορώ να αγαπάω μια Μαρία; Επειδή τι; Δεν είναι φυσιολογικό; Είναι η αγάπη φυσιολογική; Είναι λογικό να δίνεσαι σε έναν άνθρωπο, να του παραχωρείς την εξουσία να σε πληγώσει ή να σε κάνει απόλυτα ευτυχισμένο; Είναι λογικό να δίνεσαι, να αφήνεσαι τόσο που αν γίνει η στραβή, μετά να μην μπορείς να συμμαζέψεις τον εαυτό σου; Κι αφού δεν είναι, τότε γιατί είναι το νόημα της ζωής να αγαπάς; Όχι να αγαπιέσαι, να αγαπάς.

Κι εγώ δόθηκα, είμαι καλά μαμά, είμαι δυνατή. Την αγαπάω και μ’αγαπάει κι αυτή. Ήθελα να το ξέρεις αυτό. Έστω κι έτσι. Δε φοβάμαι πια μαμά. Κι έτσι, να, ελπίζω κάποια στιγμή, να σταματήσεις κι εσύ να φοβάσαι. Γιατί η αγάπη δεν είναι για να κρύβεται, είναι για να διαχέεται. Σαν το φως, που πάντα καταφέρνει και διαλύει το σκοτάδι.

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου