Γράφει η Κατερίνα Π.

Όλοι με ρωτάνε από πότε σε ξέρω. Αυτό το «πότε» δεν μπορώ να το προσδιορίσω χρονικά. Σαν η απάντηση «από τότε που γεννήθηκα» να είναι ανεπαρκής. Σαν ν’ άρχισα ν’ ακούω για σένα πριν ακόμα κοπεί ο ομφάλιος λώρος. Ένα απόγευμα ήταν, μέσα σε συζητήσεις και χάχανα. Ήταν πολύ ευτυχισμένες κι οι δύο θυμάμαι κι αγκαλιασμένες δειλά-δειλά άρχισαν να κάνουν όνειρα για εμάς. Θα μεγαλώναμε, λέει, και θα γινόμασταν φίλες!

Και ναι! Γεμάτες περιέργεια για τον έξω κόσμο, ξεμυτίσαμε κι εμείς! Εγώ λίγο πιο νωρίς ως  πιο ανυπόμονη και νευρική. Εσύ περίμενες λιγάκι γιατί είχες μάθει από κάπου ότι ο ήλιος είναι πιο όμορφος το καλοκαίρι. Η κούνια μας χωρούσε και τις δύο μέχρι που αρχίσαμε όντως να μεγαλώνουμε.

Βόλτες, παιχνίδια, κοινές διακοπές. Ηρωικοί καβγάδες για το παιχνιδάκι που συνόδευε το κυπελλάκι με το παγωτό. Άναβαν τα αίματα, εγώ φώναζα κι εσύ με κοιτούσες αποσβολωμένη με το στόμα μισάνοιχτο! Φτιάχναμε κάστρα με τις κουβέρτες στο σαλόνι παρά τα ουρλιαχτά της μάνας μου, ψάχναμε φαντάσματα και κυνηγημένες τρέχαμε να κρυφτούμε μακριά απ’ τη γριά μάγισσα που υποτίθεται ότι στοίχειωνε το μικρό σπιτάκι δίπλα στο εξοχικό σου. Δεν υπάρχουν τέτοιες βλακείες μας έλεγαν οι «μεγάλοι». Μα πώς; Εμείς ακούγαμε τις κατάρες της το βράδυ.

Θυμάμαι ακόμα εκείνο το μήνυμα που μου είχες στείλει για να μου εκμυστηρευτείς τον πρώτο σου έρωτα. Το είχα ξεχάσει αποθηκευμένο στο κινητό του μπαμπά μου. Μετά από χρόνια κατάλαβα γιατί είχε γελάσει τόσο πολύ όταν το ανακάλυψε. Έπαιζα ακόμα με τις κούκλες μου όταν κοίταξα δίπλα μου και συνειδητοποίησα πόσο είχες μεγαλώσει. Μετά κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και κατάλαβα ότι σε είχα ακολουθήσει κι εγώ κι εκείνη τη μέρα κλείδωσα όλα τα παιχνίδια μου στο πατάρι.

Με καλημέριζες νυσταγμένα, εγώ κουτουλούσα απ’ τη νύστα κι αναθεματίζαμε παρέα την  ώρα και τη στιγμή που δε γεννηθήκαμε γάτες μέχρι να ακούσουμε ξανά το κουδούνι του σχολείου να χτυπάει και τις απειλές του υποδιευθυντή ότι θα μας κλειδώσει απέξω. Κι όπως τρέχαμε κάθε πρωί σε εκείνη την απαίσια ανηφόρα μήπως προλάβουμε το μάθημα, έτσι έτρεχε μαζί μας ο καιρός κι ήσουν το πρώτο άτομο που αγκάλιασα όταν τελείωσαν οι εξετάσεις.  Αγκαλιασμένες μας βρήκαν και τα αποτελέσματα, να κλαίμε για αδιευκρίνιστους λόγους κι από χαρά κι από λύπη μαζί.

Δε χρειάστηκε να μου πεις πολλά. Απλά με κοίταξες κι εγώ αμέσως μάντεψα. Η καρδιά σου είχε αρχίσει να γεμίζει με όμορφα συναισθήματα κι εγώ εκείνη την στιγμή ορκίστηκα να μισήσω όποιον σε πλήγωνε. Μου έλεγες συνέχεια να ανοιχτώ κι εγώ σου απαντούσα ότι αυτά είναι για τους αδύναμους. Εσύ τότε μου χαμογελούσες κατευναστικά κι επαναλάμβανες χωρίς τελειωμό ότι θα έρθει κι η δική μου η σειρά. Ναι, ήρθε! Το μόνο που άκουσα από ‘σένα ήταν ένα απλό «πρόσεχε».

Οι δυσκολίες δεν άργησαν να έρθουν και να μας χώνουν όλο και πιο βαθιά στο τριπάκι της ενηλικίωσης. Εσύ έπεσες απότομα απ’ το συννεφάκι σου κι εγώ βρέθηκα να παλεύω με τα κύματα για να φτάσω σε ένα μέρος που ούτε ήθελα να ακούω. Ερχόμουν καμιά φορά να σε δω στη δουλειά μετά από βδομάδες ολόκληρες για να σου εκμυστηρευτώ ότι είχα μείνει από στόχους κι εσύ, παρά την κούραση με βοηθούσες να τους επινοήσω ξανά απ’ την αρχή.

Ήσουν το πρώτο άτομο που επικοινώνησα για να σου ανακοινώσω τη μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου κι εσύ ήρθες, με αγκάλιασες σφιχτά και με ρώτησες με παράπονο γιατί δε μας αφήνει κανένας να περάσουμε ένα ήσυχο καλοκαίρι. Τότε ήξερες ότι όντως ο ήλιος είναι πιο όμορφος αυτήν την εποχή. Με ακολούθησες σε μέρη μόνο και μόνο για να μου κρατάς το χέρι τις ώρες που τσαλακωνόμουν με εκείνο το βλέμμα που μου έλεγε: «Ξέρω, τα έχω περάσει και εγώ».

Το βρήκα! Από εδώ και πέρα, κάθε φορά που κάποιος θα θέλει να μάθει και θα ρωτάει από γνωριζόμαστε, θα τον ρωτάω από πότε ξέρει εκείνος τον εαυτό του. Έτσι απλά και θα φεύγω με εκείνο το πονηρό το ύφος που είχαμε κάθε φορά που καταστρώναμε τις ζαβολιές μας! Με το ίδιο που τώρα καταστρώνουμε παρέα τα σχέδια για το μέλλον μας!

Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Π.: Πωλίνα Πανέρη