Γράφει ο Α.

 

Να λοιπόν που πάλι σε σκέφτομαι. Να που πάλι εισβάλλεις στο μυαλό μου σαν παράσιτο και δεν μπορεί τίποτα να πάρει τη θέση σου. Να που πάλι κάθομαι και γράφω για σένα. Κάθομαι και γράφω προσπαθώντας να εκτονώσω όλα αυτά που νιώθω. Να τα αποτυπώσω σε χαρτί μήπως και γίνουν λιγότερο αβάσταχτα, ευκολότερα διαχειρίσιμα και μήπως, στην τελική, καταφέρω και τα νικήσω., καταφέρω να σε αποβάλω από το μυαλό και την ψυχή, ώστε να μπορέσω επιτέλους να συνεχίσω και να κάνω αυτό το βήμα μπροστά.

Προσπαθώ λοιπόν να γράψω τι σκέφτομαι και νιώθω για σένα. Αλήθεια, μετά από τόσο καιρό, μετά από τόσα μπρος-πίσω, τι σκέφτομαι και νιώθω για σένα; Δεν μπορώ να κατασταλάξω. Είναι στιγμές που σε λατρεύω, που το μόνο που θέλω είναι να τρέξω, να έρθω να σε βρω, να σε πάρω αγκαλιά και να σου πω, «πώς τα κάναμε έτσι, ρε κουτό;». Αυτές οι στιγμές που βιώνω ξανά το δυνατότερο συναίσθημα που έχω νιώσει έως σήμερα. Αυτό το συναίσθημα που με κυρίευε από το πρωί μέχρι το βράδυ, κάθε μέρα της κοινής μας πορείας. Το συναίσθημα της ανυπέρβλητης, άνευ όρων και ορίων αγάπης.

Έρχονται όμως και άλλες στιγμές. Οι στιγμές που νιώθω προδομένος, που το μόνο που θα ήθελα να κάνω αν μας έδινες την ευκαιρία να μιλήσουμε, θα ήταν να σου πω, πόσο λίγη αποδείχτηκες ώστε να σταθείς στο πλευρό μου. Να σου πω, πόσο λίγη φάνηκες όταν κλήθηκες να αποδείξεις τα μεγαλεπήβολα λόγια, που με περίσσια ευκολία και αδυνατώντας να διανοηθείς το βάρος τους, ξεστόμιζες. Να σου πω, πως εν τέλει το μόνο που απέδειξες από την κοινή μας πορεία, είναι η συναισθηματική σου ανωριμότητα και ένα συναισθηματικός εύρος, μικρότερο και από κουταλάκι του γλυκού.

Αυτές οι δύο φωνές, οι δύο λογικές, παλεύουν καθημερινά και αδιάλειπτά, από το πρωί έως το βράδυ, σαν ένας συνεχής ρητορικός αγώνας που λαμβάνει μέρος μέσα στο μυαλό μου. Παλεύουν και οι δύο, προτάσσοντας η κάθε μία ξεχωριστά τα επιχειρήματά της. Επιχειρήματα δυνατά και βάσιμα, που δεν μπορούν να αγνοηθούν ή να παραλειφθούν. Επιχειρήματα ισοβαρή και εξίσου σημαντικά.

Από τη μία πλευρά η παρουσία σου στη σχέση μας. Μία παρουσία που καθημερινά αποδείκνυε αυτά που έλεγε, που πάλευε για αυτό που είχαμε και που έδινε την εντύπωση ενός ανθρώπου που θα σταθεί στο πλευρό του συντρόφου του στις δυσκολίες. Ενός ανθρώπου που δε βρίσκεται κάπου απλά για να περάσει καλά, αλλά που έχει βρει το λιμάνι του, το άλλο του μισό.

Στην αντίπερα όχθη, ένα απότομο και γεμάτο ερωτηματικά τέλος. Ένα τέλος από το πουθενά, μετά την πρώτη μας κοινή καταιγίδα, τη στιγμή που οι πρώτες ηλιαχτίδες ξαναέκαναν την εμφάνισή τους, και μάλιστα, σε μία περίοδο που γνώριζες πόσο δύσκολη ήταν για μένα. Ένα τέλος τόσο εκ διαμέτρου αντίθετο και αντιφατικό με οποιοδήποτε ερέθισμα έδινες ή που έστω λάμβανα εγώ, μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Να λοιπόν, τα αποτύπωσα λιτά και περιεκτικά παραπάνω, στο λευκό μέχρι πρότινος, καμβά του υπολογιστή. Ελπίζοντας να τα ζυγίσω λίγο καλύτερα. Ελπίζοντας, αν τα δω γραμμένα, να είναι ευκολότερο να εξάγω κάποιο συμπέρασμα και να καταλήξω κάπου. Να καταλήξω κάπου για το ποια είσαι και τι ένιωσες τελικά. Ή, ίσως, απλά ενσάρκωσα τις σκέψεις μου σε λέξεις ελπίζοντας απλά σε μία εκτόνωση των σκέψεων και των συναισθημάτων μου, δίνοντας τους υλική υπόσταση. Μετατρέποντας τα άυλα συναισθήματα και σκέψεις που με κατακλύζουν, σε «υλικές» λέξεις, ώστε να αποβεί ευκολότερο να τα αποβάλω.

Εν τέλει όμως, τίποτα από τα δύο δεν επετεύχθη. Τα ερωτήματα υφίστανται και με ταλανίζουν. Τα συναισθήματα συνεχίζουν να εκρήγνυνται. Πού ξέρεις όμως, οι απαντήσεις μπορεί να έρθουν σε κάποιο επόμενο επεισόδιό μας ή απλά, εκεί που δεν τις περιμένω. Γιατί, τις απαντήσεις τις επιζητώ και είναι σίγουρο πως θα τις λάβω ή τουλάχιστον, κάποια στιγμή θα τις διεκδικήσω. Ή ίσως, πριν έρθει η στιγμή που θα τις διεκδικήσω, απλά σταματήσω να νοιάζομαι.

Για να είμαι ειλικρινής όμως, δεν ξέρω κατά πόσο θέλω να σταματήσω να νοιάζομαι. Κατά πόσο θέλω να πεθάνει αυτό το μοναδικά έντονο συναίσθημα που ένιωσα κάθε στιγμή της κοινής μας ύπαρξης. Αν πεθάνει, θα είναι και τέλος ενός κομματιού του εαυτού μου, του ζωντανότερου ίσως κομματιού μου.

Όμως ουδείς ενίκησε την απτή πραγματικότητα και τον χρόνο. Έτσι, όσο και να θέλω να υπερνικήσω τη φυσική, δε θα είμαι εγώ αυτός που θα καινοτομήσει. Το πλήρωμα του χρόνου θα έρθει και στην περίπτωσή μας, όπως σε τόσες άλλες, αποδεικνύοντας αν, όπως λένε, ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, απαλύνοντας και επουλώνοντας τις πληγές ή ο καλύτερος δάσκαλος, λύνοντας όλες τις απορίες.

Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή