Γράφει ο Θανάσης Αποστόλου.

 

Δεν είμαι φίλος σου. Όχι δεν είμαι ο μαλάκας. Απλά το δέχτηκα για να σε έχω στη ζωή μου. Γιατί όταν μετά από δεκαπέντε τσιγάρα κι οχτώ καραφάκια τσίπουρο αποφάσισα να στα πω κι ας γίνουν όλα πουτάνα, με κοίταξες με εκείνα τα μάτια.

Τα μάτια που φώναζαν «γιατί μου το κανες αυτό», «γιατί τα γάμησες όλα και με έφερες σε δύσκολη θέση». Τα μάτια που εύχονταν να μην είχα μιλήσει. Κι εγώ ο γνωστός μαλάκας αποφάσισα εκείνη τη στιγμή, μπροστά στα δυο θλιμμένα μάτια σου, να το παίξω ανώτερος κι υπεράνω. Πήρα το στυλ το μάτσο, αυτή τη δηθενιά που κατεβαίνει εύκολα και στα παρουσίασα χαλαρά και αδιάφορα.

Ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που αποφάσισα να είμαι ζωντανός νεκρός. Να αρρωσταίνω για να υπάρχω δίπλα σου κι ας ήταν αυτοκτονία η όλη κατάσταση. Γιατί ρε, όταν ο άλλος, ο επίσημος σε έκανε κομμάτια, εγώ ήθελα να είμαι αυτός που θα σε πάρει αγκαλιά. Έτσι διάφανα χωρίς πολλά πολλά, γιατί αυτό που ήθελες, εγώ ήξερα ότι είχα να στο δώσω.

Κι όταν ο άλλος χανόταν κι εσύ αισθανόσουν λίγη και ανύπαρκτη, εγώ ήμουν εκεί να σε παρατηρώ από μακριά και να σκέφτομαι πώς γίνεται ένας άνθρωπος να είναι τόσο τυφλός. Αλλά ξέρεις, ήμουν πάντα από τους άλλους. Τα καλά τα παιδιά, ούτε κάπνιζα, ούτε έπινα, ούτε πηδούσα κάθε βράδυ κι άλλη.

Γλυκούλη με έλεγες και κοκκίνιζα, έσπαγε μέσα μου κάθε χιλιοστό νεύρου για να μη σε βρίσω. Μα αντί γι’ αυτό χαμογελούσα και πετούσα ένα ηλίθιο αστείο, τόσο μαλάκας είμαι. Να γελάς εσύ και να ήμουν εγώ η αιτία. Κι ας ήταν και φτιαχτό. Άναψα και το πρώτο μου τσιγάρο, τράκα δική σου για να έχω τη γεύση σου στο στόμα μου. Ρομαντικές ηλιθιότητες.

Πόσες φορές ήθελα να σε αρπάξω και να σε φιλήσω, να μη σεβαστώ ούτε τον χώρο ούτε την απόσταση που ζητούσες. Να σε γράψω στ’ αρχίδια μου και να διεκδικήσω αυτό που τόσο καταπίεζα ως λάθος. Μα γνωστός φλώρος, κρύφτηκα πίσω από την ανύπαρκτη φιλία μας. Κι εσένα σε βόλευε θυμάσαι; Θυμάσαι που βουλιαζες στη θλίψη σου κι εγώ έκανα τον αδιάφορο; Και καλά μαλάκες και καλά ξένοι, να παίζουμε τις κουμπάρες ότι δεν συμβαίνει τίποτα.

Ή όταν σε κοιτούσα τρία δευτερόλεπτα παραπάνω, έτσι λίγο να σε χαζέψω με εκείνο το ξεσκισμένο κόκκινο πουλόβερ σου που λατρεύω, αγρίευες και έσκυβες το κεφάλι, μην τυχόν και απατήσεις τον φανταστικό σου γκόμενο. Αυτού που ποτέ δε σε ήθελε, ή σε ήθελε για ένα βράδυ με ανοιχτά πόδια και μετά ο καθένας στο κλουβί του.  Μα εγώ δε σε ήθελα για ένα πήδημα κούκλα μου, γι’αυτό μάλλον κατέληξα και φίλος.

Δεν είμαι φίλος σου.  Δεν είμαι φίλος σου γιατί όταν βρω τα αρχίδια, θα σε φιλήσω όπως δε σε έχουν ξαναφιλήσει και θα σου πω πως έχεις άδικο που δεν πιστεύεις σε μας.

Δεν ξέρω γιατί δεν ξέρω πώς. Μα μια μέρα θα το δεις. Ως τότε ζήσε το ψέμα σου κι εγώ από δίπλα θα σε προσέχω.

Σ’ αγαπάω ανόητη.