Γράφει η Άννα.

 

Παραδέχομαι πως μου ‘χε λείψει πολύ ο ζεστός καφές. «Γλυκό χωρίς γάλα» σου ‘χα πει τότε, θυμάσαι; Λάτρευα τόσο πολύ το σκούρο καστανό του χρώμα, όπως ακριβώς λάτρευα και τα μάτια σου. Ίδιο βάθος, ίδια ομορφιά. Ρίχνω γάλα πλέον στον καφέ μου, και μάλιστα πολύ. Προσπαθώ, βλέπεις, να σώσω ό,τι σώζεται.

Ξέρω πως αν διανοηθώ να γράψω για κακό timing, το πιο πιθανό είναι ν’ αρχίσουν να με κυνηγούν οι πάντες. Συμβαίνει, όμως, καμιά φορά. Υπάρχουν περιπτώσεις που σε κάνουν ν’ αναρωτιέσαι «Γιατί τώρα;!». Δεν είναι πάντοτε μια φθηνή δικαιολογία, δεν αποτελεί απαραίτητα τον ευκολότερο τρόπο διαφυγής. Υφίσταται. Και πονάει, πονάει πολύ.

Μου γυρνάει το κεφάλι κάθε φορά που μας θυμάμαι. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι δε μας βγήκε, ότι τα κατάφεραν άλλοι κι άλλοι ενώ εμείς όχι. Μοιράζω τις ευθύνες, δε σε κατηγορώ. Φταίω, και δεν πρόκειται να τ’ αρνηθώ. Έχω και κότσια και θάρρος, όπως ακριβώς μου ‘μαθες. Δε μας πίστεψα όσο έπρεπε. Μου φάνηκε εξαιρετικά ακατόρθωτο το «εμείς» και δείλιασα, πελάγωσα, φοβήθηκα. Το παραδέχομαι.

Δε θα κατανοήσω ποτέ τον λόγο που η ζωή φέρνει κοντά δύο ανθρώπους μόνο και μόνο για να τους διαλύσει. Την πιο ακατάλληλη στιγμή, την πιο λάθος ώρα. Ήρθες κι ανέτρεψες τα πάντα, έσπασες κάθε μου κανόνα, χλεύασες όλα τα «πρέπει» της ζωής μου. Φουρτούνα ολόκληρη ήσουν. Κάπως έπρεπε να προστατευτώ κι εγώ, να μας σώσω και τους δύο απ’ αυτό που ξεκάθαρα έβλεπα πως θα ‘ρχόταν. Ύψωσα, λοιπόν, έναν τεράστιο πέτρινο τοίχο κι έγραψα πάνω με μεγάλα κι έντονα γράμματα «μυαλό». Εγώ, που πιο σωστή επιλογή πέρα απ’ την καρδιά μου δεν είχα ποτέ!

Πάει καιρός, το ξέρω. Και τι μ’ αυτό; Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Προσπάθησα πολύ να σε πετάξω στο καλάθι των αχρήστων, να σ’ αφαιρέσω απ’ τις σκέψεις μου, να σ’ αφήσω ήσυχο με τις επιλογές σου. Βρέθηκα ξαφνικά μακριά απ’ το ναρκωτικό μου κι ήμουν αναγκασμένη να συνεχίσω σαν να μην τρέχει τίποτα. Πώς, μωρέ; Έτσι εύκολα ξεχνιούνται οι άνθρωποι;

Ακόμα εδώ είσαι. Ακόμα ενοχλεί κάτι το μέσα μου όταν ακούω τ’ όνομά σου, ακόμα περιμένω να σε δω ενεργό τα βράδια, μπας κι ησυχάσω, ακόμα τρέμω μη και δε φοράς κράνος ή δεν οδηγείς προσεκτικά, ακόμα αλλάζω πεντακόσια χρώματα όταν κάποιος άγνωστος στον δρόμο σού μοιάζει. Ακόμα να καταλάβω τι έγινε, τι ήμασταν, τι στο καλό κάναμε. Όλα είναι εδώ, όλα αυτά τα παράξενα, τα δικά σου, που τότε με μάγεψαν.

Έψαχνα καιρό για να βρω τις σωστές λέξεις προκειμένου να σ’ εξηγήσω, να περιγράψω τι ήσουν τελικά στη ζωή μου. Ο αποπροσανατολισμός μου ήσουν. Μία απόσπαση προσοχής που αγαπούσα και μισούσα ταυτόχρονα. Μου ‘σπασες τον τσαμπουκά, για πλάκα. Με ‘βλεπες να χάνω την μπάλα και γέμιζες ικανοποίηση. Γελούσες, το θυμάμαι σαν τώρα. Βρήκα αγάπη σ’ αυτό το γέλιο. Βρήκα κάτι δικό μου, κάτι που δεν ξέρω αν υπάρχει κάπου αλλού. Ήθελα να δώσω μια στη λογική μου και να τη διαλύσω, να της φωνάξω πως αυτό το γέλιο δε γίνεται να λείπει απ’ την καθημερινότητά μου, πως δε γίνεται να τ’ αφήσω να φωτίζει κάποια άλλη. Τρέλα με πιάνει. Όλα τούμπα μου ‘ρθανε.

Ώρες-ώρες πιάνω τον εαυτό μου να θυμώνει τόσο πολύ. Θυμώνω με ‘σένα, με ‘μένα, με την πουτάνα τη στιγμή, μ’ όλα. Μ’ εκνευρίζει που δεν είσαι εδώ, που δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σε φέρω πίσω, που δεν προσπάθησα αρκετά για όσα μ’ έκανες να αισθάνομαι. Αρνούμαι να πιστέψω ότι ήμουν απλώς περαστική απ’ τη ζωή σου. Δεν ήμουν, έτσι δεν είναι; Μαζί δεν το ζήσαμε; Τα μάτια μου δεν αποκαλούσες «σου»;

Να πάνε στο διάολο κι οι εγωισμοί και τα λάθος timing και τα πάντα. Ήμουν το πιο ακομπλεξάριστο κι αληθινό εγώ μου όταν βρισκόμουν δίπλα σου, όταν κρατούσα και χάιδευα τα χέρια σου, όταν γέμιζα ασφάλεια μέσα στην αγκαλιά σου. Με ‘σένα ήθελα να τσακώνομαι, για ‘σένα ήθελα ν’ ανησυχώ, εσένα ήθελα γενικότερα. Θα ‘δινα πολλά για να μπορέσω να σε κάνω να με κοιτάξεις όπως με κοιτούσες κάποτε. Δε μ’ ενδιαφέρει πλέον τι θα πουν. Ας εκτεθώ, καρφάκι δε μου καίγεται!

Δεν ξέρω πότε θα πάψω να αποσυντονίζομαι όταν εμφανίζεται η μορφή σου στη σκέψη μου. Δεν ξέρω αν το ξεγέλασμά σου θα φύγει κάποια στιγμή από μέσα μου. Ένα πράγμα ξέρω μόνο. Σε λάτρεψα. Περισσότερο από κάθε τύπισσα που έκανε ή θα κάνει στην άκρη τα πάντα για ‘σένα, περισσότερο απ’ όσο πρόλαβα να σου δείξω, απ’ όσο πρόλαβες να καταλάβεις. Θα μου το κρατάω. Θα μας κρατάω.

Στ’ όνομα της τότε καψούρας μας, ήρθε η ώρα να σου υποσχεθώ. Καρδιά, καρδιά και πάλι καρδιά. Για πάντα από ‘δώ και πέρα.

Καλή ζωή, μάτια μου.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη