Γράφει ο Νίκος Αναγνώστου.

Έξι μήνες χωρισμένος και κάνα πεντάρι χρόνια να νιώσω τη σημαίνει έρωτας. Νύχτες μεγάλες με κολλητούς, οινοπνεύματα και γυναίκες που άλλαζαν ανά τακτές χρονικές περιόδους.

Δεν θα πω πως έχω τρελή πέραση στις γυναίκες. Θα πω καλύτερα πως αν βρω δύο τρωτά σημεία, βρίσκω τον τρόπο να πατήσω τόσο καλά που σχεδόν θα πιστεύει ότι διαβάζω τις σκέψεις της.

Έτσι έγινε και με εκείνη λοιπόν. Παραμονή πρωτοχρονιάς λίγο πριν το σχόλασμα, βόλταρα στο facebook να δω τι παίζει. Τυχαία έπεσα πάνω της και είπα κάπου το έχω ξαναδεί αυτό το όνομα.

Εντάξει μη λέω μαλακίες. Μου γυάλισε και είπα να δοκιμάσω την τύχη μου ποντάροντας στο λέγειν. Φυσικά και δεν την πρόσθεσα. Αρκέστηκα σε ένα απλό μήνυμα στην αρχή, ρωτώντας αν ίσως ήμασταν στο ίδιο λύκειο πριν επτά χρόνια γιατί μου ήταν γνωστή φυσιογνωμία. Απάντησε αρνητικά, αλλά με φιλική διάθεση.

Συζητήσαμε λίγο και στο τέλος είπα να της πω ότι έψαχνα απλά πρόθεση για να της πιάσω τη κουβέντα. «Καλύτερα ντόμπρος» λέω, μπορεί να εκτιμηθεί. Και πραγματικά. «Ο χρήστης Μ.Λ σας έστειλε αίτημα φιλίας» έλεγε η ένδειξη από πάνω.

Λίγα ακόμα μηνύματα και είπα να αποχαιρετήσω πρώτος. Μετράει σαν άντρας να λες ότι έχεις δουλειά και πρέπει να φύγεις. Δεν είμαστε και τίποτα λιγούρια. Εξάλλου περίμενε και η γλάστρα να βγούμε για το ρεβεγιόν. Απότιστη να την αφήσω;

Η επόμενη μέρα ήταν αναμενόμενη. Ένα κεφάλι καζάνι, κάτι κατοστάδες ευρώ φτωχότερος και εγώ μετά βίας να σέρνομαι ως τον καναπέ να ψάχνω τα τσιγάρα. 

«Τι θα κάνω σήμερα;» σκέφτηκα. «Δε μιλάω με την άλλη που άφησα στη σιγανή φωτιά χθες;»
Κι έτσι καταπιάστηκα. Της μίλησα και βρεθήκαμε να αναλύουμε μετά από μια ώρα την αριστερή πολιτική του Τσίπρα, τη θρησκευτική απάτη και το γιατί πραγματικά είχε ξεκινήσει ο πόλεμος στο Βιετνάμ το ’62.

«Ρε αυτή έχει μυαλό!» αναφώνησα ενθουσιασμένος, μιας και η τελευταία γυναίκα με τόσο οξυδερκή σκέψη που είχα δει ήταν η Μέρκελ από την τηλεόραση. Μόνο που η Μ. ήταν και γυναικάρα. Όχι αναλογίες μοντέλου. Μα ο τρόπος που σκεφτόταν την έκανε να λάμπει.

Ρεαλίστρια και κυνική μέχρι αηδίας. Και αυτό ήταν που με γοήτευσε. (Γιατί εγώ στο βάθος είμαι και σκατόρομαντικός) Τόσα πράγματα να πούμε. Δε χώραγαν απλώς στο texting.

Εκείνο το βράδυ θα έφευγε για Παρνασσό στο εξοχικό της με την παρέα για δυο μέρες. Είπε πως θα τα πούμε σε ένα διήμερο. Και φυσικά εγώ δε θα ενοχλούσα. Δε θα μιλήσουμε είπε. Πράγμα που δεν έγινε, αφού πρώτη μου έστειλε.

Και κάπου μέσα στις συζητήσεις, μου πετάει την ατάκα. «Ο Παρνασσός είναι δυο ώρες δρόμος, έτσι ενημερωτικά».

Μου πάτησε τον κάλο. Είναι να μη με προκαλέσεις. Φορτώθηκα όπως ήμουν και έφυγα.

Η γνωριμία ανεπανάληπτη. Χωρίς τρακ, άγχος και υποκρισίες. Δυο μάτια με τόσο νόημα να σε κοιτούν που οι τριγύρω έμοιαζαν απλοί κομπάρσοι.

Ήταν χωρισμένη κάτι μήνες λέει και δεν ήταν για σχέση. Ποια σχέση; «Τι είναι η σχέση;» απάντησα. «Ποιος μίλησε για δέσμευση;» είπα. Μου φάνηκε πως ανασήκωσε το φρύδι όταν το ξεστόμισα. Μέσα της άκουγα μια φωνή που έλεγε: «Ώπα ρε μεγάλε».

Υποκριτής, ψεύτης και μαλάκας· αυτό ήμουν.

Η βραδιά μας βρήκε στο κρεβάτι με εμένα να δηλώνω άρνηση στο να πηδηχτούμε. Ήθελα και mind fucking, τρομάρα μου. Χαλαρώσαμε και αποκοιμηθήκαμε.

Μέχρι που πέντε το πρωί ξύπνησα απότομα, με όλα τα φώτα ανοιχτά στο δωμάτιο και αυτή να με γλείφει χαμηλά κοιτώντας με στα μάτια. Ποιος πήδηξε το μυαλό ποιανού άραγε;

Αν ήμουν ο παίχτης, αυτή ήταν ο coach. Πήγα να ντριμπλάρω και μου πήρε τη μπάλα από τα χέρια βάζοντας την στο σημείο του πέναλτι και δείχνοντάς μου πώς σκοράρουν. Δεν ήταν της σειράς. Απλά ήξερε πώς να πάρει αυτό που ήθελε.

Το επόμενο απόγευμα γυρνούσαμε μαζί Αθήνα και βρεθήκαμε απευθείας για τσίπουρα με τους κολλητούς.

Τα λόγια περιττά. Εντυπωσιασμένα τα πλήθη, όχι από την ομορφιά της αλλά από τη λογική της. Στάθηκε στο scanning των αδελφών με άνεση, βγαίνοντας αλώβητη και λαμβάνοντας μόνο θετικές κριτικές.

Πέντε μέρες μαζί γεμάτες ένταση, πάθος ατελείωτες συζητήσεις, πολύ βρόμικο σεξ, κι εμένα πιο καψούρη από ποτέ. Το «μαζί» βέβαια ήταν «σχεδόν μαζί» διότι ανά τακτά διαστήματα τονίζαμε ο ένας στον άλλον πως πρόκειται για κάτι παροδικό.

Εγώ τουλάχιστον με κορόιδευα. Αν μπορούσα, το επόμενο πρωί θα της περνούσα δαχτυλίδι. Αλλά αυτή φοβόταν τις δεσμεύσεις. Είχε παλιότερα κοντέψει να βρεθεί στα σκαλιά της εκκλησίας κι έστριψε τελευταία στιγμή.

Το συζητάγαμε όμως και έδειχνε ότι ήθελε πολύ να ακούσει την πλευρά μου. Κάπου στις διαπραγματεύσεις, με έπιασα να ζηλεύω σαν έφηβος όταν την πλησίαζε κάποιος γνωστός. «Αφού δεν είμαστε μαζί, δε βρίσκω το λόγο να ζηλεύεις» έλεγε, προκαλώντας με. Ήταν και πολύ κοινωνική, ανάθεμά την.

Μια μέρα ζήσαμε με την ταμπέλα. Αφού δεν κρατήθηκα και το ξεστόμισα.

Την επόμενη, αφού πήρε αυτό που ήθελε, με πακέταρε και με έστειλε με τα εξής όμορφα λόγια: «Είσαι ίσως ότι πιο αξιόλογο έχω γνωρίσει, όμως δεν είμαι σε φάση. Ίσως στα 30 και αν είναι οι συνθήκες διαφορετικές. Μην πέσεις. Είσαι και ψηλό παιδί, δε θα σου πήγαινε».

Σα να μου δήλωνε «Μην ξαναστείλεις. Τραβάω γι’ αλλού πλέον».

Ένα μήνα έχω να πάω με γυναίκα. Φαντάζουν όλες ίδιες και ξενέρωτες. Πάω για ποτά και απλά φοράω παρωπίδες. Ούτε στις καβάτζες που στέλνουν δεν απαντώ. Περιμένω να στείλει αυτή (σιγά μη στείλει). Στην παρέα μού απαγόρευσαν να την αναφέρω ξανά μιας και τους τα έκανα πλανήτες.

Μια βδομάδα μαθητής που βρήκε τη δασκάλα του. Όμως δε γαμιέται; Άξιζε μέχρι και το τελευταίο λεπτό.