Γεννήθηκες κι ήταν όλα αληθινά.

Ήθελες να μεγαλώσεις γρήγορα τότε, αλλά τα χρόνια περπατούσαν αργά και βασανιστικά. 

Άσε το σχολείο! Αυτό το σχολείο Θεέ μου, έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ.

Αλλά ακόμα κι από τότε έπρεπε να γίνεις κάποιος. Ο πιο γρήγορος στην τάξη. Ο πιο έξυπνος. Ο πιο ωραίος. Ο πιο δυνατός. 

Βασικά δεν είχε καμία σημασία.

Σημασία είχε απλά όταν έλεγαν το όνομα σου, να ήσουν ο κάποιος που έφτιαξες να είσαι.

Βέβαια ήξερες καλά ότι αυτός που έλεγαν όλοι ότι είσαι, δεν είχε καμία σχέση με εσένα.

Ίσως μια μικρή, αλλά δεν ήσουν αυτό.

Το έμαθες όμως. Το συνήθισες. Έγινες ένα με αυτό. Όχι το ψεύτικο ιδίωμα που σου έδωσαν ή έμεινε να πάρεις, αλλά το να ντύνεσαι σαν κάτι άλλο.

Γι’ αυτό δεν είναι τα σχολεία άλλωστε; Για να μαθαίνουμε και να βγαίνουμε «έτοιμοι» στην κοινωνία.

Έτσι πήγες και γυμνάσιο, έτσι πήγες και λύκειο.

Κι όσο περνούσαν τα χρόνια ήθελες να δείχνεις και κάπως διαφορετικός. Κάτι άλλο και κάτι καλύτερο.

Πάντα βελτίωνες τη μάσκα σου και πάντα κάποιος σου έλεγε με τον τρόπο του «Μπράβο».

Όχι αυτολεξεί αλλά με ένα ξεχωριστό τρόπο κι εσύ το εκλάμβανες θετικά έπαιρνες τα πάνω σου και συνέχιζες.

Έτσι τελείωσες το Πανεπιστήμιο, έτσι τελικά έκανες σχέσεις και πάντα αναρωτιόσουν τι κάνεις λάθος και δεν πετυχαίνουν. 

«Δεν ταιριάζετε μάλλον» ή «Έχετε άλλη νοοτροπία» σου έλεγαν οι φίλοι σου και προχωρούσες παρακάτω.

Για τη μάσκα δεν σου είπε ποτέ κανείς.

Δεν άκουσες κάποιον να σου λέει ότι όταν είσαι καιρό με τον άλλο μαζί, καμιά φορά σε βλέπει χωρίς αυτή. Μην τους κακολογείς όμως, γιατί ίσως δεν το έχουν συλλάβει κι οι ίδιοι.

Το αντιλαμβάνονται μόνο σε προσωπικό επίπεδο αλλά και πάλι νομίζουν ότι φταίει η δική τους σχέση.

Έτσι πας και για δουλειά. Εκεί σχεδόν γίνεται αστείο.

Θυμήσου λίγο την μέρα που πήγες για συνέντευξη πόσο αυστηρός κι επαγγελματίας ένιωθες ότι έπρεπε να δείξεις πως είσαι.

Ποιος ήσουν και τι έγινες μετά από καιρό. Μετά από ένα χρόνο, μετά από δύο που πια είσαι παλιός;

Τα θυμάσαι αυτά; Είσαι εσύ; 

Κι αφού έχεις συνηθίσει πια να υποκρίνεσαι στο πετσί σου κι αφού έχεις σύζυγο, παιδιά, δουλειά κι αυτοκίνητο, ξαφνικά πιάνει βροχή.

Από το πουθενά, από ένα μικρό συννεφάκι, την ώρα που είσαι στην κορυφή του βασιλείου σου, έρχεται και στα χαλάει όλα.

Τρέχεις να βρεις ένα υπόστεγο, να βάλεις μια εφημερίδα πάνω απ’ το κεφάλι σου, προσέχεις που πατάς μην λασπωθούν τα παπούτσια σου.

Πώς ένα τόσο μικρό σύννεφο βγάζει τόσο πολύ νερό σκέφτεσαι;

Πόσο θα κρατήσει η καταιγίδα;

Θες να βγεις να περπατήσεις αλλά φοβάσαι. Φοβάσαι μη βραχείς.

Μη γεμίσουν νερά τα ρούχα σου. Τα παπούτσια σου. 

Δε θες να πας βρεγμένος στο γραφείο, δε θες βρωμάνε υγρασία τα πουκάμισά σου, όσο θα είσαι με τον άνθρωπό σου, δε θες να χαλάσει το μακιγιάζ σου. 

Στην πραγματικότητα όμως ένα πράγμα δε θέλεις να γίνει.

Δε θες καμία παρτίδα με τις σταγόνες αυτές.

Τις σταγόνες που σου θυμίζουν την πραγματικότητα.

Απέναντι τους είσαι ένα τίποτα. 

Δεν έχει σημασία αν είσαι διευθυντής κάπου, αν στο σπίτι σου εσύ κάνεις κουμάντο, αν το μαλλί σου το έφτιαξες πριν πέντε λεπτά ,αν έχεις εκατό υφισταμένους να φωνάζεις, αν είσαι η Βασίλισσα Ελισάβετ, αν είσαι αριστερός ή δεξιός, πιστός ή άπιστος, συνηθισμένος ή εκκεντρικός.

Εκείνη την στιγμή που βρέχεσαι, είσαι αυτό που γεννήθηκες να είσαι. Άνθρωπος.

Η κάθε σταγόνα στα μούτρα, σου σβήνει λίγο την υποκρισία.

Σου βγάζει λίγο την περηφάνια σου, λίγο την εξυπνάδα σου, την κάστα σου στο Status Quo που υπηρετείς στην κοινωνία. 

Κοίτα να μην τρομάξεις. 

Και κυρίως, μην κρατάς ομπρέλα.