Γράφει η Ζωή Αναγνωστάκη.
Μου είχαν πει κάποτε κάτι για φιλία.
Ξέρεις, ότι είναι μια λέξη που πρέπει να έχεις στη ζωή σου γιατί, λέει, έτσι θα ήταν καλύτερη.
Μου έλεγαν για εμπιστοσύνη και κάτι μισόλογα γι’ αγάπες και κουραφέξαλα.
Νομίζω κάποιος, κάποτε, μου μίλησε γι’ αυτή. Βάλθηκα κι εγώ να την κυνηγάω, χαρταετός στην καταιγίδα που δεν μπορείς να κουμαντάρεις.
Έφευγε το σκοινί, ξεγλιστρούσε από τα χέρια μου κι εγώ έκανα βεβιασμένες, σπασμωδικές κινήσεις να το φτάσω, να έχω και πάλι τον έλεγχο.
Θυμάμαι κάτι ποιηματάκια που έλεγαν για αιωνιότητες, χρησιμοποιούσαν λέξεις ηχηρές, βαριές και κοφτερές σα βράχια, γιατί μόνο τέτοιες της άξιζαν. Έτσι μου έλεγαν.
Τα έλεγες κι εσύ, τα πίστευες, είχες πείσει τον εαυτό σου πως τα ζεις. Μα αναρωτιέμαι αλήθεια, πως γίνεται κανένας ποτέ να μη σου δίδαξε τη διαφορά των λέξεων, από το νόημά τους.
Δε θα μιλήσω για μένα σήμερα. Θα σου πω για εκείνον, μιας και δεν είδες τα μάτια του εκείνο το βράδυ. Θα με αφήσω απ’ έξω, άλλωστε παραπονιέται ότι σπάνια το κάνω.
Δε θα σου πω για μας λοιπόν και τη δική μας μικρή φτηνή αιωνιότητα.
Όμως ρε φίλε, δε φέρθηκες σωστά. Όχι με την έννοια του fair play, αυτό που λέμε κανόνες και λίστες σωστής και τίμιας φιλίας. Αυτά είναι παραμυθάκια της Χαλιμάς για ανθρώπους που χρειάζονται συνταγές για να πορευτούν, μη τυχόν και πέσει λίγο παραπάνω αλάτι στη σχέση.
Κι εσύ τα άφησες όλα άνοστα, το προτίμησες απ’ το να ρισκάρεις σε μια πιθανή αποτυχία.
Μα εκείνος, εκείνος ο δειλός και εγωιστής, λιγόψυχος πολλές φορές και ίσως πολύ αλλόκοτος άνθρωπος, σου έδωσε μια χούφτα ολόκληρη, να έχεις να βάζεις όπου το χρειάζεσαι.
Δεν αγαπάμε πάντα με τον τρόπο που το περιμένουν οι άλλοι, γι αυτό και πολλές φορές δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τη μορφή που μας προσφέρεται. Μα με τον δικό του παράξενο τρόπο κάτι έκανε ρε φίλε.
Αστείο να ‘ξερες που μου ακούγεται να σε αποκαλώ έτσι. Όχι για μένα, εγώ άλλωστε ήμουν χαμένη υπόθεση. Γι΄ αυτόν.
Τόσα δράματα, τόσα ξενύχτια και αποκαλύψεις που τελικά αποδείχτηκαν χαρτοπόλεμος και σκόρπισαν.
Γιατί τόσα ψέματα; Δεν το άξιζε.
Δεν την άξιζε εκείνη την ψυχρή σου καληνύχτα ρε γαμώτο, δεν του άξιζε να του γυρίσεις έτσι την πλάτη, σα να μην ήτανε κανείς.
Γιατί ήτανε, ήταν αυτός που σε έκανε λιγότερο εγωιστή, που σου έμαθε και πέντε πράγματα πέρα από τα ψέματα που είχες πλάσει τον κόσμο σου.
Κι ας μην το παραδέχτηκες ποτέ, ίσως και να μη θέλησες να το δεις.
Αστείοι που είναι οι άνθρωποι, όταν δε θέλουν να δουν τι τους προσφέρεται. Κλείνουν τα μάτια τους και επιλέγουν τη σιωπή, την αδιαφορία, καλύπτονται πίσω από το καβούκι του δυνατού και γουστάρουν την ταμπέλα.
Άλλωστε όπως και να το κάνουμε, η καταστροφή και η συναισθηματική αναπηρία τραβάει.
Τραβάει κόσμο για να σε φτιάξει, να σε διορθώσει, γκόμενες να σε ερωτευτούν γιατί τους θυμίζεις το ρεμάλι από την απάτη των χολιγουντιανών ταινιών.
Μα δεν είναι μαγκιά φίλε μου να γουστάρεις μόνος σου με τον κατεστραμμένο εαυτό σου και να πιστεύεις περίτεχνα ότι είσαι χαμένη υπόθεση. Δε σου προσφέρει γοητεία, μα κόμπλεξ και μια ζωή γεμάτη λάθη.
Το μεγαλύτερό σου λάθος, ήταν που τον άφησες έτσι απλά να φύγει, ενώ στεκόταν στα πέντε βήματα.
Όταν σε πληγώσουν μια φορά και ξαναγυρίσεις, είχες πει, είναι σα να του λες πως έχει το δικαίωμα να ξαναπυροβολήσει πιο σωστά αυτή τη φορά, μιας και δε σε πέτυχε την πρώτη.
Εκείνος ήταν εκεί, έτοιμος να δεχτεί τη σφαίρα.
Κι αυτό δεν είναι μόνο μαγκιά, είναι ντομπροσύνη. Κρίμα που δεν τις κατάλαβες ποτέ αυτές τις λέξεις.
Φτιάξε λοιπόν το χάρτινο ουρανό σου και μείνε εκεί να παίζεις με χρωματιστά χαρτάκια. Εγώ τον δικό μου τον έχω κάψει από καρό και τώρα βλέπω ήλιο. Το ίδιο κι αυτός.
Καλή τύχη.