Ήταν ένας καβγάς με τα όλα του, σινιέ που λένε.

Εκείνη καθισμένη στον καναπέ, σε στάση κοριτσιού σε νηπιακή ηλικία, χέρια σταυρωμένα και γόνατα ενωμένα. Κεφάλι, εννοείται, σκυφτό.

Αυτός από την άλλη, ταύρος σε υαλοπωλείο, έφερνε γύρες το σαλόνι κι έσφιγγε γροθιές, μη σπάσει ό,τι γυάλινο κυκλοφορούσε μέσα στο σπίτι. Την προηγούμενη φορά την είχε πληρώσει το τασάκι και λίγο έλειψε να δεχθεί τα πυρά και το κεφάλι της Χριστίνας.

Tα κοντέρ έγραφαν πια, διακόσια πατημένα και η γειτονιά ζούσε στιγμές απείρου καλους. Ο Αντρέας είχε ήδη χάσει ό, τι ψήγμα υπομονής του είχε απομείνει.

Όταν πλέον διαγράφονταν στον ορίζοντα το τέλος της συνομιλίας τους με άκρη προφανώς άβγαλτη, πέταξε μια καληνύχτα, (αν και ήταν κοντά στο σιχτίρισμα) κι έκανε να φύγει από το πεδίο της μάχης.

Αυτό ήταν. Το ύπουλο θηλυκό ανέλαβε δράση. Από κοριτσάκι νηπιακής ηλικίας μετατράπηκε σε έμβρυο και δη ανυπεράσπιστο και πέρα για πέρα αθώο και πήρε να κλαίει.

Κλάμα όμως καλά μελετημένο, με κάθε λεπτομέρεια εργοστασιακώς σχεδιασμένο να οδηγήσει σε ίσες ποσότητες λύπησης και άτακτης υποχώρησης άνευ όρων.

Τα χαρακτηριστικά του είναι τα εξής.

Απαραιτήτως ροζ και γλυκιά μυτούλα, η οποία γίνεται ακόμα πιο ροζ και γλυκιά λόγω αληθέστατης συγκίνησης.

Τα δάκρυα κυλούν πυκνά μα ποτέ ασυγκράτητα, δε χαλάνε το μακιγιάζ, προσθέτουν μια γοητεία τέτοια, που θέλεις να της κάνεις καντάδα το «τι όμορφη που είσαι όταν κλαις».

Το βλέμμα είναι καρφωμένο μια πάνω στον άμεσα ενδιαφερόμενο και μια στο πάτωμα, σε μια προσπάθεια να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον σου για τις κινήσεις τους.

Προαιρετικό είναι το τσιγάρο στο χέρι και οι μικρές βραχνές κραυγούλες, κάτι ανάμεσα σε πνιγμένο λυγμό και κλάμα μαιμούς.

Αξιολύπητο.

Ναι γλυκιά μου, εμένα περίμενες να στο πω;

Αρχικά είσαι η ντροπή του φύλου, μόνο και μόνο που σκέφτηκες πως ο μοναδικός τρόπος να πείσεις για την αθωότητα ή την μεταμέλειά του, είναι να τα μπήξεις όπως τότε στα οχτώ που δεν σου έπαιρνε ο μπαμπάς το τρίτο παγωτό στη σειρά.

Πέρα όμως από το αξιοπρεπές του πράγματος, το κλάμα – όπλο εκβιασμού, κρύβει και μια τεράστια δόση ηλιθιότητας. Γιατί εντάξει, οι άντρες μπορεί να μην είναι και τα πιο διαισθητικά όντα στον πλανήτη, αλλά μπορούν άνετα να καταλάβουν ότι το παίζεις.

Εκτός κι αν είσαι η Παξινού κι έχεις ένα δάκρυ πάντα στην τσέπη πρόχειρο.

Τις περισσότερες φορές, απλά προσποιούνται πως σε πιστεύουν, είτε γιατί θέλουν να τελειώσει ο καβγάς και να πάνε να δούνε μπάλα, είτε γιατί ευελπιστούν σε ένα καλό σεξ after fight.

Κι εσύ κάθεσαι μικρή ανόητη χαζογκόμενα και κλαις για να τον κρατήσεις. Αν είναι να μείνει δίπλα σου επειδή κλαις τότε είσαι σε πολύ λάθος δρόμο κι εσύ κι αυτός. Η συναισθηματική ανέχεια δεν είναι γέννημα αγάπης αλλά άκριτης ανασφάλειας.

Αν αξίζει ένα κλάμα να γεννιέται πρέπει να πηγάζει από τα μέσα σου, να είναι για την πάρτη σου, να ξερνάει οχτώ τόνους συναίσθημα και να παίζει μόνο για σένα.

Κλάψε για τα νεύρα σου που δεν ξέρεις πώς να εκτονώσεις ή από ευτυχία που κατάφερες κάτι που δεν πίστευες ποτέ, ακόμα κι από φόβο ή νοσταλγία και λύπη.

Αυτά είναι τα δάκρυα μιας γυναίκας, τιμή της και καμάρι της.

Μα τα κροκοδείλια δάκρυα που βρωμάνε ψέμα από χιλιόμετρα, σε κάνουν γυναικάκι που εκβιάζει πράγματα και καταστάσεις γιατί είναι ανήμπορο, το καημένο, να χειριστεί το γεγονός ότι δεν βρίσκεται σε θέση ισχύος.

Αυτή η μικρών διαστάσεων παράσταση, σε συνδυασμό με την απαραίτητη γυναικεία υπερβολή επιβεβαιώνει τον κανόνα που θέλει τις γυναίκες ύπουλα κατασκευάσματα που μηχανοραφούν ενάντια στον ανδρικό εγκέφαλο. Κι όλα αυτά επειδή δεν μπορείς να ανοίξεις το στόμα σου να του πεις «μείνε».

Κι αν είναι να μείνει κούκλα μου, θα μείνει επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, όχι γιατί είσαι όμορφη όταν κλαις. 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου