Γράφει η Ηλέκτρα.

 

Ήταν από εκείνα τα ειδύλλια που πίστευες πως δε θα κρατήσουν για πολύ. Η απόσταση, βλέπεις, είναι δύσκολο πράγμα. Άνθρωποι που είχαν την ψευδαίσθηση πως ο έρωτάς τους θα κάνει τη διαφορά, θα σπάσει τον κανόνα, μέχρι που κατέληξαν δυο ξένοι. Ο ένας να ζει μακριά απ’ τον άλλον, να αναλώνονται σε σχέσεις που δεν ήταν γι’ αυτούς. Βυθισμένοι στην καθημερινότητά τους προσπαθώντας να επιβιώσουν μοναχοί τους.

Πέρασαν, όμως, τα χρόνια χωρίς να ειδωθούν ποτέ. Πολλοί θα τους θεωρούσαν τρελούς. Μα πώς γίνεται να τον αγαπάς; Να είσαι ερωτευμένη, να μην μπορείς να προχωρήσεις; Κι όμως, είχε συμβεί. Το ένιωθαν πως όσο ανούσιο κι αν έμοιαζε είχε γίνει η αλήθεια τους, η ζωή τους όλη.  Δεν περνούσε μέρα χωρίς να πουν τα νέα τους, χωρίς ο ένας να μη γίνει κοινωνός στη ζωή του άλλου. Ήταν ζωτικό, αναγκαίο για να αισθανθούν πως όλα είναι καλά, πως ο ένας είναι κοντά στον άλλο ακόμα κι αν τους χώριζαν τόσα χιλιόμετρα.

Θα έλεγε κανείς πως είχαν παραιτηθεί απ’ την αναζήτηση ενός συντρόφου που θα ήταν ειλικρινά δίπλα τους, σωματικά και ψυχικά, αλλά δεν ήταν έτσι. Κανείς δεν ήξερε πόσο πονούσαν μέσα τους που ήταν μακριά, πόσο θα ήθελαν αυτά που ονειρεύονταν επιτέλους να τα ζούσαν. Όσο όμως κι αν έψαχναν σε ξένες αγκαλιές την ευτυχία κάτι μέσα τους  τους υπενθύμιζε πως αυτή δε βρισκόταν στους περαστικούς, αλλά εκεί που χτύπαγε η καρδιά τους.

Ο καιρός πέρναγε κι η λογική πάλευε με το συναίσθημα. Αυτή η αιώνια μάχη που μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν ξέρεις με ποιον θα καταλήξει νικητή. Μάχονταν με τον ίδιο τους τον εαυτό, όμως, αυτή η πάλη έβρισκε πληγωμένη και την άλλη πλευρά. Λόγια που έβγαζαν θυμό, που έψαχναν την ευθύνη στον άλλο για το αδιέξοδο που είχαν φτάσει. Δεν είχαν καταλάβει, όμως, πως σ’ αυτή τη μάχη δεν ήταν αντίπαλοι, αλλά σύμμαχοι σε έναν αγώνα άνισο με τα συναισθήματά τους.

Τίποτα, όμως, δεν κρατάει για πάντα. Έτσι ήρθε η μέρα που εκείνος ήταν ο πρώτος που επέλεξε να φύγει. Για την ακρίβεια απλώς εξαφανίστηκε, χωρίς να σκεφτεί στιγμή τι άφηνε πίσω του. Λες και δεν είχαν περάσει τόσα χρόνια, λες και δεν τη γνώρισε ποτέ. Η φυγή ήταν η εύκολη λύση, αλλά μερικές φορές ίσως κι η μόνη.

Θα περίμενε κανείς πως θα αναζητούσε τα αίτια της φυγής του, αλλά δεν το έκανε. Είχε μάθει να παλεύει στα δύσκολα, να ψάχνει να βρει την αιτία σε ό,τι συνέβαινε… Όχι αυτή τη φορά όμως. Ήταν σαν μια σιωπηλή συμφωνία στο τέλος αυτού που τους βασάνιζε. Επέλεξε να ζήσει με τον πόνο της απώλειάς του ελπίζοντας πως αυτή η φλόγα θα σβήσει μέσα της.

Αν τα κατάφερε; Αυτό είναι άλλη υπόθεση. Πώς μπορεί να σβήσει κάτι τόσο δυνατό χωρίς να μείνει λίγη στάχτη μέσα σου να σου θυμίζει αυτά που έζησες; Να σου θυμίζει πως ποτέ ξανά δε θα αφήσεις κάποιον να σε πληγώσει έτσι.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη