Θαρρώ πως δε μου έλειψες. Η απουσία σου καθημερινά δε μοιάζει δυσβάσταχτη και δε με πειράζει που η πετσέτα στο μπάνιο είναι πλέον μόνο μία. Ούτε με ενοχλεί που η μεριά σου στο κρεβάτι είναι αδειανή, αφού βρήκα επιτέλους χώρο ν’ απλωθώ, να ξεπιαστώ, μιας και τόσο καιρό κουρνιάζοντας στην αγκαλιά σου, μόνο καλό ύπνο δεν έκανα. Και το σερβίτσιο στο τραπέζι που ‘ναι μονό, μη σου πω πως με βόλεψε κιόλας -ένα πιάτο λιγότερο και ξέρεις πόσο βαριέμαι το πλύσιμο. Στη ντουλάπα πια τα ρούχα μου μπορούν να μη στριμώχνονται, να μην τα ψάχνω, να μην τσαλακώνονται τα σιδερωμένα. Απέκτησαν το χώρο τους και μαζί μ’ αυτά κι εγώ το δικό μου.

Δε μου ‘λειψε να με φιλάς μήτε τα χάδια σου το βράδυ πριν τον ύπνο. Δεν ψάχνω τη δική σου ζεστασιά και δε μ’ ενοχλεί που η μαξιλαροθήκη δε μυρίζει πλέον τ’ άρωμά σου. Μήτε τον έρωτά σου ψάχνω να μ’ απογειώσει, να με φτάσει για ακόμη μια φορά στην κορύφωση. Και η καληνύχτα σου αχρείαστη είναι για να κοιμηθώ, βάζω ένα τραγουδάκι ο Μορφέας τρέχει γρήγορα-γρήγορα να με πάρει. Να ‘ναι καλά ο καλός μου, τουλάχιστον δε με παιδεύουν οι μεταμεσονύχτιες σκέψεις.

Δε θέλω να σου στείλω μήνυμα να πούμε τα νέα μας. Ούτε να μάθω αν συχνάζεις ακόμη στο ίδιο στέκι, αν δουλεύεις ακόμη στο ίδιο πόστο, αν ο κολλητός σου χώρισε με ‘κείνη την περίεργη που του ‘κανε τη ζωή πατίνι. Μήτε η μάνα σου που με λάτρευε θέλω να ξέρει πως μια ζωή θ’ αγαπώ τη γλυκύτητά της, μήτε ο πατέρας σου που προσπαθούσε να σε πείσω πως εγώ δεν κάνω για σένα, πως είμαστε από διαφορετικούς κόσμους, θέλω να μάθω πώς ένιωσε όταν επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά. Δε με νοιάζει αν φοράς ακόμα το μπλουζάκι που σου πήρα στην πρώτη μας επέτειο ή αν κατέληξε καταχωνιασμένο σε καμιά γωνία, ούτε αν επιτέλους πήρες αυτοκίνητο και σταμάτησες να παιδεύεσαι με την κίνηση της πόλης με τα μέσα.

Το μόνο που μου έλειψε από σένα είναι η φωνή σου. Εκείνο το ηχόχρωμα που με ‘κανε να νιώθω θαλπωρή κι ασφάλεια, που όποιες λέξεις κι αν ξεστόμιζες ο τόνος της φωνής σου τις έκανε να μοιάζουν μελωδία στ’ αφτιά μου. Θέλω να σου ξαναμιλήσω και λίγο με νοιάζει τι θα μου πεις. Αν μπορούσα να σου ζητήσω κάτι δε θα ‘ταν μια φωτογραφία σου μήτε ένα ενθύμιο από σένα αφιερωμένο σε μένα, θα ΄ταν μονάχα μια δίλεπτη ηχογράφηση να βεβαιωθώ πως τη φωνή αυτή δε θα τη λησμονήσω.

Σε πήρα με απόκρυψη ν’ ακούσω τη φωνή σου. Ανακουφίστηκα όταν διαπίστωσα πως δεν έχεις αλλάξει ακόμα αριθμό. Δε μίλησα, δεν είχα άλλωστε και κάτι να σου πω. Ένας ήχος που μιλούσε στην καρδιά και στο μυαλό, που ξυπνούσε αισθήματα και αναμνήσεις, και που μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα -τόσα άντεξες ν’ αναρωτιέσαι ποιος σου κάνει πλάκα, χωρίς να θέλει να μιλήσει, μέχρι να μου το κλείσεις- γεννήθηκαν και έθαψα ξανά μέσα μου.

Γι’ αυτό εγώ θα σε παίρνω από καμιά φορά. Μ’ απόκρυψη. Να μην ταράξω τη ζωή σου, να μη σ’ αναστατώσει η παρουσία μου. Θα σε παίρνω να θυμάμαι τις κουβέντες μας, το «σ’ αγαπώ» που μου ξεστόμιζες -κι αλήθεια πίστευα πως εννοούσες. Γιατί το ηχόχρωμά σου ήταν και θα παραμείνει μοναδικό κι εμένα ίσως να μην πάψει να με γοητεύει ποτέ.