Γράφει η Γ.

 

Είναι αυτά τα βράδια απολογισμού που λες να τα βάλεις για λίγο κάτω. Έτσι κι απόψε. Είναι που τα Σάββατα σε χτυπάνε οι αλήθειες πιο δυνατά κι από Βαρδάρη. Περνάνε τότε σαν σε φιλμ όλα τα πρόσωπα της ζωής σου και στέκονται ένα-ένα, να τα παρατηρήσεις. Τι πήρες τι έδωσες, πότε τα παράτησες κι είπες πως δεν αντέχεις άλλο κι εκείνες τις φορές που με μια βαθιά ανάσα είπες πως θα ξαναπροσπαθήσεις.

Μα εμένα απόψε δεν μου βγαίνουν οι αριθμοί. Δεν τα υπολόγισα σωστά και βγήκαν χρέη και δάνεια που δεν ξεπλήρωσα γιατί ποτέ δεν πήρα πίσω. Φαντασία. Όλα η φαντασία σου τα φταίει, έτσι μου έλεγε η μάνα μου από μικρή όταν σκαρφιζόμουν ιστορίες για να κάνω την πραγματικότητα λίγο πιο όμορφη. Έτσι έφτιαξα κι εσένα, μέσα σε μια φαντασία που δε θύμιζε σε τίποτα εσένα. Αστείο είναι, τώρα που το σκέφτομαι, να προσπαθείς να αλλάζεις κάτι που σου πετάει στη μούρη την υπόστασή του. Γιατί δεν το είδα;\

 

 

Είναι περίεργη ιστορία η αγάπη. Θα ήταν αλήθεια τόσο λυτρωτικό να μπορούσες να ζητήσεις δυο γραμμάρια, σαν να αγόραζες τσιγάρο. Σου έδωσα τέσσερα θέλω πίσω τα μισά και τα λέμε πάλι σε ένα μήνα. Ποιότητα, ποσότητα και ζάλη. Καθαρές δοσοληψίες κι ο καθένας ήσυχος πως θα πάρει αυτό που του αξίζει. Ούτε φαντασίες ούτε σενάρια.

Μα όπως όλα, τρέφεται κι αυτή απ’ τ’ άδικο. Γιατί είναι αυτοί οι άνθρωποι που αγαπάνε πολύ και το πολύ πάντα μπερδεύει. Εγώ, εσύ, εμείς. Άνθρωποι λυπημένοι, με βλέμμα καθαρό και ψυχή βαθιά. Σαν να μη νιώθουν πόσο πονάει, σαν να μην ξέρουν ότι τσακίζει. Που τους χλευάζουν γιατί δεν τους καταλαβαίνουν, λέγοντας πως είναι ρομαντικοί και ψευτοαφελείς. Μα αυτοί χαμογελούν και αγαπάνε ακόμα περισσότερο σαν να αγαπάνε και για σένα.

Τα φαντάζονται άραγε; Δηλαδή, όταν αγαπάς, αγαπάς αυτό που βλέπεις, αυτό που όντως νιώθεις, ή αυτό που νομίζεις ότι βλέπεις; Που υποθέτεις ότι νιώθεις; Πώς γίνεται να έπλασα κάτι τόσο εκτός; Πώς σκατά γίνεται να σε αλλάξω τόσο μέσα μου, να σε σμιλεύσω, να σε τελειοποιήσω, να σε στολίσω με έρωτα και να γίνεις άλλος. Πού πήγες εσύ; Ήσουν για λίγες στιγμές καλύτερος.

Κι έμεινα τελικά με ένα «γαμώτο». Γαμώτο, που δεν κατάλαβα πόσο σε κατέστρεφα στο κεφάλι μου. Γαμώτο, που δεν είδα, δεν κατάλαβα, δεν συνειδητοποίησα πόσο σε άλλαξα, πόσο άλλος έγινες για να μου μοιάσεις, σε ένα ψέμα, μια κάπνα. Ένα τοπίο θολό. Πώς γίνεται, ρε πούστη μου, να έπεσα τόσο αθεράπευτα έξω;

Δε μου βγαίνουν σήμερα οι αριθμοί. Δε βαστάνε τα τσιγάρα, δεν ηχούν οι μουσικές. Έμεινε μόνο αυτή η πίκρα στα χείλη, σαν να τρως καταλάθος την κανέλα σκέτη από το πιάτο. Εγώ φταίω, όχι εσύ. Εσύ ήσουν η πραγματικότητα, καλή-κακή, αυτή ήσουν. Μία, αδιαμφισβήτητη. Εγώ, πάλι, τα μπέρδεψα πολύ. Είναι τα «θέλω» των ανθρώπων, που τόσο πολύ σε αποπροσανατολίζουν, σε πνίγουν και σου δημιουργούν φαντάσματα.

Έμεινε το γαμώτο. Και πιο πολύ γιατί η φαντασία είναι πάντα καλύτερη. Κι αν μάθεις να την αγαπάς, μετά πώς να ζήσεις την πραγματικότητα;