Με βαρέθηκα. Βαρέθηκα να μιλάω για σένα, να αναλύω κάθε λέξη, να κάνω σενάρια. Κουράστηκα να ‘μαι αδύναμη, σιχάθηκα τα πισωγυρίσματα που δεν οδηγούν πουθενά. Αηδίασα με τα κλάματα που έρχονται συνεχώς στα καλά καθούμενα. Και καταλήγω, γι’ άλλη μια φορά, στο ίδιο: κακώς έμπλεξα πάλι. Αυτοί είμαστε. Ενώ ξέρεις ότι τα ναρκωτικά οδηγούν στον εθισμό και σ’ ένα θάνατο βέβαιο, έχοντας πλήρη γνώση και συνείδηση, εσύ κάνεις χρήση. Γιατί; Γιατί νομίζεις ότι μπορεί κάτι ν’ αλλάξει και η ζωή να σου χαριστεί; Γιατί αποζητάς την όποια ευχαρίστηση μπορεί να σου προσφέρουν, νομίζοντας πως είσαι δυνατός ώστε να το σταματήσεις προτού γίνει καταστροφικό; Η εμμονή μας σε ανθρώπους είναι το πιο καταστροφικό απ’ όλα.

Όσα και να σημαίνει ο άλλος για σένα, οποιαδήποτε θέση και να κατέχει στη ζωή σου, είναι ξεκάθαρα λάθος να στηρίζεις τη ζωή σου επάνω του. Το πιθανότερο είναι κάποια στιγμή αυτός ο άνθρωπος να αποχωρήσει κι εσύ να μείνεις ξεκρέμαστος. Να ζητάς από το παρελθόν να σε ζήσει. Μα εσύ ζεις στο παρόν, το παρελθόν δεν έχει θέση πια εδώ. Είναι κάτι που έχει τελειώσει ανεπιστρεπτί και ξέρεις πολύ καλά ότι τα τελειωμένα πράγματα δε δίνουν νέες αρχές. Ναι, να είσαι δοτικός, να ‘χεις εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, να δένεσαι. Αλλά ένα μικρό κομμάτι κράτα το πάντα, μα πάντα, για σένα. Ένα κομμάτι ανέπαφο που θα σου ανοίγει το δρόμο όταν οι άλλοι θα σ’ αφήνουν στη μέση του πουθενά. Χωρίς χάρτες και πυξίδες.

Κάποιοι θα πουν ότι έχουν βρει τον άνθρωπό τους και βάζουν το χέρι τους στη φωτιά. Δε θα πω μην το βάλεις. Αλλά η αλοιφή που θα χρειαστείς σε περίπτωση που καείς θα ‘ναι απ’ το δικό σου χέρι. Κάποια αντίο αργούν τόσο να ειπωθούν. Μένουμε στο «τα λέμε» γιατί φοβόμαστε, γιατί συνηθίσαμε, γιατί ελπίζουμε, γιατί δειλιάζουμε. Πονάει το αντίο, νιώθεις να σε μηδενίζει, να σου κλέβει ανάσες και χτύπους. Αλλά τελικά λυτρώνει. Δεν ειπώθηκε τυχαία το «καλύτερα μπόρα από αιώνια βροχή». Η μπόρα τα σαρώνει όλα αλλά περνάει κι όταν περνάει σ’ αφήνει να συνεχίσεις. Ενώ η αιώνια βροχή σέρνεται συνεχώς από πίσω σου. Μην περιμένεις να δεις τον ήλιο, ούτε κανένα ουράνιο τόξο.

Γι’ αυτό, λοιπόν, θα σου πω αντίο. Όχι γιατί δε σ’ αγαπώ. Όχι γιατί δε σε νοιάζομαι. Θα μου λείψεις. Θα κλάψω, θα γίνω κομμάτια. Θα ‘ρχονται στιγμές που θα κρατιέμαι με νύχια και με δόντια να μην επικοινωνήσω κι όταν θα πίνω θα θέλω να ‘ρθω να σε βρω. Θ’ αποφεύγω να σε δω γιατί ξέρω πως θα θέλω να τρέξω να σ’ αγκαλιάσω. Θα με βασανίζει η σκέψη σου, θα μου κλέβει τον ύπνο. Αλλά θα μου περάσει. Το ξέρω. Όσο κι αν αργήσει, ο γαμημένος ο διακόπτης θα γυρίσει. Θα τον φτιάξω εγώ η ίδια αν χρειαστεί. Θα ξυπνήσω μια μέρα και θα μου ‘χεις περάσει. Θα ‘χει έρθει η αποδοχή, η λύτρωση. Δε θα σε μισήσω, απλά δε θα ‘σαι το κέντρο του σύμπαντός μου. Θα κλειδωθείς σ’ ένα κουτάκι της καρδιάς. Και θα συνεχίσω. Απελευθερωμένη.

Εγώ ήθελα να ‘ρθεις για να μείνεις. Για να είσαι κάθε λεπτό εδώ. Ψυχή και σώμα, μυαλό και καρδιά. Όχι αγάπη με το σταγονόμετρο. Όχι αγάπη περιστασιακή. Να προχωράμε μαζί, να ‘σαι μόνο δικός μου. Πες με ρομαντική, συντηρητική, πες το όπως θες τέλος πάντων, αλλά συνεχίζω να ‘μαι υπέρ της μονογαμίας. Γιατί δε θέλω να μοιράζομαι τα χέρια που μ’ αγγίζουν, τα χείλη που ποθώ θέλω να φιλούν μόνο εμένα, η καρδιά που επάνω της ακουμπάω για να κοιμηθώ δε θέλω να χωράει καμιά άλλη.

Εσύ αυτό δε μου το δίνεις. Χωρίς καν εξήγηση. Εσύ να μοιράζεις το κορμί, να κρύβεσαι πίσω απ’ το δάχτυλό σου κι εγώ ό,τι έχω να θέλω να το δεις μόνο εσύ. Στο διάολο η χημεία, η επικοινωνία, το ταίριασμα. Μιλάμε για διαφορά χαρακτήρων. Ηθών. Το βλέπεις ε;

 

Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Παπασάββα.