Υπάρχουν εκείνοι που θεωρούνται εγκρατείς στο αλκοόλ. Οι λογικοί, οι ξενέρωτοι, οι νηφάλιοι, οι ορκισμένοι να έχουν τις αισθήσεις τους και να μπορούν να ελέγξουν τα πάντα. Σκύλοι ηθικής και εγκράτειας στα βράδια τους, ειλικρινείς και άμεσοι στα πρωινά τους. Υπάρχουν όμως και οι άλλοι. Εκείνοι που πίνουν. Όχι πολύ, ούτε αρρωστημένα. Ένα-δύο ποτηράκια «για την παρέα». Δεν είναι ασύδοτοι, παρορμητικοί, τρελάρες. Είναι απλά κλειστές καταπακτές τα πρωινά τους, μα ορμητικά ποτάμια τα βράδια τους. Κι όλα αυτά μ’ ένα μόνο ποτηράκι. Άντε δύο.

Είναι εκείνοι που ψάχνουν τρόπους να απελευθερώσουν τα συναισθήματά τους, τα λόγια τους, τις πράξεις τους, τα καταδικασμένα τους και βρίσκουν τις λύσεις τους στο, λίγο ποτό παραπάνω. Συνταγή απλή δοκιμασμένη. Ένα ποτήρι, ίσως και δύο. Κάποιες φορές τρία και ροδάνι τα λόγια τους. Τα λένε όλα. Σκληρά, καταδικασμένα, σφηνωμένα στο λαιμό, ερωτευμένα, απόκρυφα. Όλα.

Σπουδαία υπόθεση να μπορείς να αφήνεσαι, να παίρνεις τα φτερά που στην καθημερινότητα απλώς κουβαλάς και να τ’ ανοίγεις. Να χαμογελάς, να χορεύεις, να μιλάς, να πετάς. Ιδιαίτερα να πετάς και στο πέταγμα σου εκείνο να τα βγάζεις όλα. Σε μια στιγμή, σκέψεις χρόνων που πλανιούνται στο μυαλό, με λίγο αλκοόλ πλανιούνται στον αέρα. Βγαίνουν τα «γιατί», ξέφραγα και ξεστομίζονται. Βγαίνουν τα «σ’αγαπώ» και χορεύουν τις λέξεις, βγαίνουν οι λύπες και βουλώνουν αυτιά που για καιρό βολεύονταν στην κώφωση. Επειδή δεν έτυχε να τα πουν, επειδή δίστασαν ή επειδή απλά έτσι επέλεξαν. Μικρή σημασία έχει το γιατί.

Το αλκοόλ βοηθάει, λένε. Για μια στιγμή, θα συμπληρώσω. Γιατί οι αναστολές δεν καταρρίπτονται για πάντα και η επίδρασή του δεν κρατάει πολύ. Μόνο λίγες ώρες. Το παν είναι να μπορείς να τις αντιμετωπίσεις το επόμενο πρωί. Το πρωί εκείνο που τα φτερά σου συρρικνώνονται και δεν πετούν, παρά μόνο βαραίνουν τους ώμους. Να αντέξεις το δικαστήριο που στήνει ο εαυτό σου σ’ όλα εκείνα που είπες και έκανες πίνοντας. Και ήταν πολλά, που να πάρει! Τα είπες και ξελάφρωσες ή τα είπες και βάρυνες; «Το δεύτερο», φωνάζει ο καθρέφτης, μαζί με «τι το θες το ποτό όταν δεν μπορείς να σηκώσεις τις εξομολογήσεις σου;»

Τα λόγια που λέμε μεθυσμένοι είναι σίγουρο ότι θα τα μετανιώσουμε το πρωί. Άλλες φορές επειδή δεν τα είχαμε σκεφτεί καλά, άλλες φορές γιατί θα θεωρήσουμε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Κι άλλες φορές γιατί δεν ήμασταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες ή επειδή δεν τα θυμόμαστε καν. 

Τα προβλήματά δε λύνονται με οινόπνευμα αλλά με λογική, άλλωστε το θάρρος που είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά δεν είναι παλικαρίσιο. Πας και κάνεις εξομολογήσεις και ύστερα δε θυμάσαι ούτε τις σημαντικές απαντήσεις που έλαβες ή, ακόμα χειρότερα, δεν ξεχωρίζεις αν τελικά οι απαντήσεις που πήρες ήταν αληθινές ή προϊόντα του «ήπια λίγο παραπάνω» στο οποίο βρισκόσουν κι εσύ.

Τα μεθυσμένα λόγια ακολουθούν σχεδόν πάντα νηφάλια τηλέφωνα, μηνύματα και συναντήσεις. Είναι πρωτόκολλο αυτό. Πρέπει να εξηγήσεις, ν’ ακούσεις, να παραπονεθείς, ακόμη και να ζητήσεις συγνώμη. Όσο περισσότερα τα λόγια, τόσες περισσότερες οι συζητήσεις μετά. Κι αν δεν είσαι έτοιμος να τις κάνεις, απλώς την έβαψες.

Υπάρχουν βέβαια και οι αποφασισμένοι. Εκείνοι οι «θα πάω, θα πιω, θα τα πώ και ότι γίνει». Οι αποφάσεις όμως είναι καλές όταν λαμβάνονται αλλά όχι και όταν υλοποιούνται. Σχεδόν πάντα αλλιώς ήθελες να τα πεις, αλλιώς τα είπες και σπαταλάς το πρωινό σου προσπαθώντας να αναλύσεις τα αποτελέσματα ενός στημένου μεθυσιού. 

Τα «σ΄αγαπώ», τα «χωρίζουμε», τα «μου τη σπας» και τα «γουστάρω» δεν αντέχουν το οινόπνευμα και πάρ’ το απόφαση. Τα σημαντικά της ζωής μας είναι αυτά που καταφέρνουμε να διεκδικήσουμε όταν θυμόμαστε κι όχι όταν βουτάμε σε θολά νερά. Οπότε το «ακόμα ένα ποτηράκι» δεν αποδεικνύεται πάντα σωτήριο. Κανείς δεν ερωτεύτηκε, δε χώρισε, δεν έκανε πρόταση, δεν διαμαρτυρήθηκε μεθυσμένος και όλο αυτό να κράτησε και το άλλο πρωί.

Τα λόγια του μεθυσιού είναι σαν το one night stand. Το άλλο πρωί είναι σαν να μη τα είπες ποτέ κι έχεις και την υποχρέωση να δικαιολογηθείς για όσα είπε ο άλλος εαυτός σου. Οπότε θα πω πως την άλλη φορά μετά το τσιπουράκι καλύτερα να ρίξουμε ένα χορό και ν’ αφήσουμε τα πιες-πες. Απ’ την άλλη, βέβαια, είναι και ο Μάλαμας που τραγουδάει: «Κάνω τις αμαρτίες μου, να έχω να μετανιώνω». Δεν ξέρω, μπερδεύτηκα.

 

Επιμέλεια κειμένου Πέννυς Πηττά: Ελευθερία Παπασάββα.

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά