Γράφει η Κατερίνα.

Καλοκαίρι, μέσα Ιουλίου, εγώ κι ο Νίκος έχουμε βγει τσάρκα. Τίποτα σοβαρό μεταξύ μας, καβαλούσαμε συνήθως τη μηχανή με δυο μπουκάλια κρασί στο χέρι και ψάχναμε κανένα απόμερο μέρος να κάτσουμε. Τα μόνα λόγια που ανταλλάσσαμε ήταν για το πόσο φανταστικό ήταν το σεξ που κάναμε.

Εγώ ίσως και να ήμουν κάπως τσιμπημένη μαζί του, μα αυτός δεν ήθελε να το δει.

Μην τα πολυλογώ εκείνο το βράδυ, ήταν το τελευταίο μας. Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε πως είναι ερωτευμένος με άλλη, πως όλο αυτό έπρεπε να σταματήσει. Έμεινα να τον κοιτάω, δεν ήξερα τι γίνεται.

Να πω την αλήθεια, δεν στεναχωρήθηκα,  ήταν η καβάτζα μου και ήμουν η δική του. Για κάποιο λόγο όμως δάκρυσα. Δεν ξέρω ίσως να υπήρχε κάτι που με έκανε να μη θέλω να τον αφήσω.

Θα μου πεις, δεν υπήρχε κάτι μεταξύ μας, βρισκόμασταν για να περνάμε καλά. Βλέπεις, ένα χρόνο τώρα είχα συνηθίσει την καυτή του αναπνοή στο λαιμό μου και το άγγιγμα του να βάζει πυρ σε όλο μου το κορμί κάνοντας με να σπαρταράω από ηδονή.

Ανοίξαμε το κρασί κι ήπιαμε, ήπιαμε πολύ. Ήταν η πρώτη φορά που δεν κάναμε έρωτα. Βρισκόμασταν σε ένα χωράφι στη μέση του πουθενά, από το κινητό του έπαιζε Jim Morrison και το μόνο που κάναμε ήταν να μιλάμε για ώρες, ή μάλλον εκείνος να μιλάει για αυτήν κι εγώ καθηλωμένη να κρέμομαι από κάθε του λέξη.

Το μυαλό μου πήρε μπρος όταν χτύπησε το κινητό μου, το κοίταξα, έγραφε Μαρία. Ωχ σκατά, ήμουν τόσο μεθυσμένη που είχα ξεχάσει πως θα έμενε σε εμένα. Το σήκωσα και ακούστηκε μια νευριασμένη φωνή «Τι λέει κοπελιά; Θα περιμένω πολύ ακόμα τέσσερις πήγε. Είμαι κάτω από το σπίτι σου».

Αυτό ήταν, η τελευταία ευκαιρία να σου πω αντίο. Έπρεπε να φύγουμε.

Τον κοίταξα, σηκώθηκα, πήρα το κράνος μου και του είπα «πάμε». Μου έπιασε το χέρι, με τράβηξε στην αγκαλιά του και μου χάρισε ένα τελευταίο χορό. Χορεύαμε blues, δε θυμάμαι τι τραγούδι έπαιζε, δε θυμάμαι τίποτα, ήταν η τελική μας παράσταση με κοινό τα άστρα. Με φίλησε κι ένιωσα πως όλα είχαν τελειώσει.

Ανεβήκαμε στη μηχανή και λίγα λεπτά μετά βρεθήκαμε κάτω από το σπίτι μου με τη φίλη μου να μας κοιτά νευριασμένα. Κατάλαβα πως αν δεν ήταν μπροστά ο Νίκος, θα είχε κάνει πανικό που την άφησα να με περιμένει δύο ώρες. Κατέβηκα, του έδωσα το κράνος και δε γύρισα καν να του πω καληνύχτα, ένιωθα κενή για κάποιον άγνωστο λόγο.

Ετοιμαζόμουν να μπω στο σπίτι, άκουσα το μαρσάρισμα της μηχανής του και μετά την απόλυτη σιωπή. Μου έπεσαν τα κλειδιά, δεν μπορούσα να σκύψω να τα πάρω. Η Μαρία μου έπιασε το χέρι κοιτώντας με θλιμμένα. Είχε καταλάβει.

Ανεβήκαμε τις σκάλες αγκαλιά και μπήκαμε στο σπίτι αθόρυβα για να μην ξυπνήσει η μητέρα μου. Ανοίξαμε ό,τι ποτό υπήρχε στο ψυγείο και καθίσαμε στο κρεβάτι. Οι ώρες περνούσαν κι εγώ εκεί, στα πόδια της να κλαίω και εκείνη να με παρηγορεί.

Άρχισε να ξημερώνει, ένιωθα τόσο κουρασμένη, έπρεπε να κοιμηθώ. Πετάξαμε τα ρούχα μας και ξαπλώσαμε με τα εσώρουχα, είχε αφόρητη ζέστη και το αλκοόλ στις φλέβες μας το έκανε χειρότερο.

Είχα ηρεμήσει, ήμουν έτοιμη να με πάρει ο ύπνος μέχρι που ένιωσα το χέρι της να μου χαϊδεύει την πλάτη και τα χείλια της να ακουμπάν το λαιμό μου. Γύρισα και την κοίταξα σαστισμένη. Δεν πρόλαβα να μιλήσω, με έπιασε και με φίλησε, ανέβηκε επάνω μου κοιτώντας με στα μάτια.

Δεν ήξερα τι να κάνω. Με είχε ανάψει τόσο πολύ, με απαλές κινήσεις τριβόταν επάνω μου, πήρε τα χέρια μου και τα έβαλε στη μέση σου. Λίγο το αλκοόλ, λίγο η έξαψη, λίγο το ότι υπήρχε κίνδυνος να μας πιάσουν, μας έκανε  να αφεθούμε στο πάθος της στιγμής.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα της είχα ξεκουμπώσει το σουτιέν και χωρίς να καταλάβω πώς, ήμουν από πάνω της φιλώντας το στήθος της. Χωρίς ενδοιασμούς βγάλαμε ό,τι είχε μείνει. Βρέθηκα να της κάνω στοματικό έρωτα και δεν το κρύβω πως όσο το απολάμβανε εκείνη, τόσο και ακόμα περισσότερο με διέγειρε κι εμένα.

Οι ρόλοι δεν άργησαν να αλλάξουν, την παρακολουθούσα όσο μου έκανε το ίδιο ενώ χάιδευε το κορμί μου. Θυμάμαι πόσο πολύ ήθελα να φωνάξω από ηδονή κι εκείνη μου έκλεινε το στόμα, δεν έπρεπε να μας ακούσουν, ακριβώς δίπλα κοιμόταν η μητέρα μου.

Παίζαμε η μία με την άλλη για αρκετή ώρα, τα αγγίγματα, τα φιλιά κι οι γεμάτες ηδονή ματιές, μας έκανε να φτάσουμε στην κορύφωση ταυτόχρονα με τα βογγητά να προσπαθούν να βγουν σαν δυνατές κραυγές κι εμείς να δαγκώνουμε η μία τα χείλια της άλλης για να τις κρατήσουμε μέσα μας.

Ακούσαμε βήματα και τρέξαμε να ντυθούμε. Κοιταχτήκαμε και γελάσαμε αθόρυβα. Δώσαμε ένα φιλί για καληνύχτα ή μάλλον για καλημέρα και ξαπλώσαμε αγκαλιά μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Δυο και κάτι μας ξύπνησαν οι γείτονες με τις φωνές τους.

Δεν είχα το κουράγιο να την κοιτάξω, δεν ήξερα τι έπρεπε να νιώσω για ό,τι είχε γίνει. Εκείνη πάλι, έδειχνε να μην έχει πρόβλημα. Σηκωθήκαμε και μεταφερθήκαμε στην κουζίνα για τσιγάρο. Η νύστα κι η αμηχανία υπήρχαν έντονα στην ατμόσφαιρα.

Τα μάτια της έλαμπαν μέσα στη σιωπή που υπήρχε μεταξύ μας. Ένα βαρύς ήχος διέκοψε τη νιρβάνα μας, μας περίμεναν για καφέ στο κέντρο της πόλης. Ετοιμαστήκαμε στα γρήγορα και φύγαμε.

Συναντήσαμε τους φίλους μας σε μια καφετέρια, παραγγείλαμε καφέ κι εγώ εξαφανίστηκα στο μπάνιο. Ήθελα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου, δεν είχα προλάβει να συνέλθω από τα χθεσινά. Βγαίνοντας από την τουαλέτα, ήταν εκεί και με περίμενε. Με κόλλησες στον τοίχο  και άρχισε να με φιλά.

Την έσπρωξα ζητώντας της να ηρεμήσει. Με κοίταξε ξαφνιασμένη και θυμάμαι χαρακτηριστικά να βγαίνει από το στόμα της η φράση: «Τι έγινε; Γιατί; Δε με θέλεις;»

Όσο σκεφτόμουν ότι μπορεί να είναι ερωτευμένη μαζί μου άλλο τόσο φρίκαρα.

Για μια στιγμή απ’ το μυαλό μου πέρασε η κάφρικη σκέψη «Τι στο καλό, τόσο καλή είμαι στο κρεβάτι;» μα τον ειρμό μου διέκοψε το κλάμα και η ξαφνική σφαλιάρα που ένιωσα να μου γυρνάει το κεφάλι ανάποδα. Την πήρα αγκαλιά, προσπαθούσα να της εξηγήσω πως είναι η καλύτερη μου φίλη, πως δεν είχα τα κότσια να την κοιτάξω και μέσα μου, ίσως να πίστευα ότι ήταν λάθος όλο αυτό.

Τσατίστηκε και τότε φρίκαρα περισσότερο, μου είπε πως για εκείνη δεν ήταν λάθος. Δεν έβγαιναν λέξεις από το στόμα μου, το μυαλό μου είχε σταματήσει κι όλα είχαν θολώσει γύρω μου. Την τράβηξα από το χέρι και επιστρέψαμε στην παρέα πριν πει κι άλλα και σαλτάρω τελείως. 

Υπήρχε μια τεράστια ένταση στο τραπέζι κι όλοι μας κοιτούσαν περίεργα. Δεν άντεξα, θα με έπιαναν τα κλάματα, πλήρωσα τον καφέ μου και έφυγα τρέχοντας.

Από εκείνη την ημέρα και μετά χάθηκα, ήμουν αποφασισμένη να προχωρήσω, αν και ήξερα πως ποτέ δεν θα ξεχάσω. Για αρκετό καιρό με έπαιρνε τηλέφωνο, μου έστελνε μηνύματα κι εγώ δεν απαντούσα πουθενά.

Λίγους μήνες μετά, έμαθα πως η νυν κολλητή της ήταν η κοπέλα που είχε σχέση ο Νίκος και εκεί ισοπέδωσα ό,τι είχε μείνει όρθιο μέσα μου.

Πλέον όταν τη βλέπω έξω, λέμε ένα «γεια» και χανόμαστε στο πλήθος με τα βλέμματα μας να μη γυρνάνε να κοιτάξουν πίσω.

Υπάρχουν τόσα αναπάντητα ερωτήματα μεταξύ μας, τόσα συναισθήματα που πήγαν στράφι για μια στιγμή αδυναμίας. Ακόμα και σήμερα, ποτέ δεν μετάνιωσα για αυτό που έγινε.

Καιρό μετά, κατάλαβα πως φοβόμουν να δεθώ μαζί της με αυτό τον τρόπο, γενικά φοβάμαι να δεθώ εύκολα ερωτικά, εκείνη το ξέρει καλύτερα από τον καθένα.

Γράφω για σένα λοιπόν που σε έδιωξα μακριά και ποτέ δε ζήτησα συγνώμη που εξαφανίστηκα χωρίς να μιλήσουμε για αυτό. Κάπου κάπου μου λείπεις, αρκετά μπορώ να πω μα δεν προσπαθώ να μας φέρω κοντά.

Ξέρω πως είσαι καλά και έχεις στη ζωή σου ανθρώπους που σε αγαπούν  και σε κάνουν ευτυχισμένη όπως έκανα κι εγώ. Το πάθος της στιγμής κατέστρεψε την φιλία μας. Πολλές φορές σκέφτομαι εάν σε πόνεσε όσο εμένα, αν σου λείπω κι εγώ αλλά μάλλον δε θα το μάθω ποτέ. Ίσως είναι καλύτερα έτσι.

Να προσέχεις και πάντα να είσαι χαρούμενη και να θυμάσαι πως εάν κάποτε χρειαστείς κάποιον, αυτή η φίλη σου, θα είναι κάπου εκεί έξω να σε προσέχει.