Γράφει η Δέσποινα.

Χθες σε ξαναείδα μετά από πολύ καιρό. Αυτή τη φορά εσύ ήσουν εκείνος που πρότεινε να βρεθούμε για μια μπίρα που ποτέ τελικά δεν ήταν αρκετή να συντροφεύσει τις ατελείωτες ώρες κουβέντας μας· πόσο μάλλον εκείνες τις ματιές γεμάτες σπίθα που μου έριχνες κι ας μην παραδέχτηκες ποτέ ότι μ’ έβλεπες σαν κάτι παραπάνω από κάποια που σε καταλάβαινε και που μαζί της μπορούσες όπως έλεγες να είσαι ο εαυτός σου.

Ένα σκέτο «κάποια». Αυτό προτιμούσα να είμαι στη ζωή σου. Χίλιες φορές ένα αόριστο πρόσωπο. Χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα. Η ταμπέλα της «φίλης» που μου κρέμασες δε μου ταίριαζε, μάτια μου. Η φιλία είναι καρπός ετών κι ολόκληρων συστημάτων συντεταγμένων. Κι εμείς βρισκόμασταν μόλις στην πρώτη ευθεία. Σαν ξένο ρούχο έστεκες πάνω μου, δέκα νούμερα μεγαλύτερο, μα το φόρεσα κι ας έμοιαζα με θλιμμένο παλιάτσο. Δεν ήθελα βλέπεις να χάσω την παράσταση.

Ήσουν εκεί, λοιπόν, στο γνωστό σημείο. Αυτή τη φορά δε με έστησες και δεν ήρθες με ‘κείνο το μελαγχολικό βλέμμα, το νωχελικό περπάτημα και τα χέρια στις τσέπες. Αυτή τη φορά τα μάτια σου έλαμπαν από ευτυχία κι έτρεξες προς τα πάνω μου με τα χέρια ανοιχτά, έτοιμα να κλείσουν μέσα τους όλο τον κόσμο.

Κι ύστερα κατευθυνθήκαμε προς το στέκι μας. Το βαρύ ξύλινο μπαρ περίμενε να πάρουμε τις θέσεις μας. Κάθε σκάλισμα πάνω του κι ένα ξέσπασμα που έπαιρνε μορφή. Κάθε λακκούβα και μια ιστορία. Καθίσαμε όπως πάντα αντικριστά και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας. Αυτή τη φορά δε συζητήσαμε τους προβληματισμούς μας, ούτε αναλύσαμε τους νόμους του Νεύτωνα. Η φυσική δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταρρεύσει ως επιστήμη μπροστά στη δική μας χημεία.

Αυτή η φορά ήταν διαφορετική απ’ όλες τις άλλες. Στείλαμε στον αγύριστο τους φόβους. Γκρεμίσαμε αόρατα τείχη κι άμυνες. Ξορκίσαμε λάθη του παρελθόντος κι ανασφάλειες. Είπαμε μέχρι και ‘κείνα που άλλοτε δεν τολμούσαμε να παραδεχτούμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό. Κι αυτή τη γαμημένη φορά μίλησες μόνο για ‘μας. Έγινα η προτεραιότητα σου. Έκανες σχέδια για κοινές διακοπές, ταξίδια, κυριακάτικα πρωινά με χουχούλιασμα, καφέ, κρουασάν και βόλτες στην εξοχή.

Αυτή η φορά ομολογώ πως ήταν η πρώτη που αφέθηκα. Κάπου μεταξύ του Down in Mexico από Coasters και του Highway to Hell των AC /DC. Για ώρα σκάναρα το πρόσωπό σου. Παρατηρούσα κάθε λεπτομέρεια, κάθε χαρακτηριστικό, κάθε ψεγάδι. Όπως εκείνο το ανεπαίσθητο σημάδι στην αρχή του δεξιού σου φρυδιού. Ήθελα να κλειδώσω την εικόνα σου ατόφια στη μνήμη μου. Να μην την αφήσω να ξεθωριάσει στο χρόνο.

Λίγο μετά ανέλαβες το ρόλο του κλόουν κάνοντας εκείνες τις αστείες γκριμάτσες. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ξεκαρδίστηκα στο γέλιο. Έμεινα να σε κοιτάω. Σαν να ήταν η τελευταία φορά που σ’ έβλεπα. Ένιωθα τόσο κοντά και τόσο μακριά σου ταυτόχρονα. Με πήρες απ’ το χέρι και με οδήγησες στην έξοδο. Tο τέλος της συνάντησής μας δε σφραγίστηκε όπως πάντα, μ’ ένα πεταχτό φιλί κι ένα ξερό «Καληνύχτα, τα λέμε». Μας βρήκε το ξημέρωμα αγκαλιά στη μέση του πουθενά, να ονειρευόμαστε με μάτια ανοιχτά. Ήταν η μόνη φορά.

Το πρωί όμως βρέθηκα κουλουριασμένη αγκαλιά με το μαξιλάρι σε μια γωνία του κρεβατιού μου με σφιχτά κλεισμένα βλέφαρα τα οποία αρνιόμουν πεισματικά ν’ ανοίξω. Σαν τα παιδιά που κάνουν νάζια για να γλιτώσουν το σχολείο. «Όνειρο ήταν», είπα με απογοήτευση κι αλλάζοντας πλευρό φώναξα «Λίγο ακόμη!». Να δω τι γεύση έχουν όλα αυτά που μου χρωστάς. Εκείνα που ωρίμαζαν καιρό στο σκοτάδι για να τα εκτελέσεις εν ψυχρώ με το πρώτο φως του ήλιου. Έστω κι έτσι. Μόνο για μια φορά. Αυτή τη φορά.

 

Επιμέλεια Κειμένου Δέσποινας: Ελίνα Ανδρεάδου