Σήμερα θα αναστρέψουμε (ή καλύτερα θα συμπληρώσουμε) μια γνώση που έχουμε από τα προσχολικά χρόνια μας ακόμα. Ως ζωντανοί, πολυκύτταροι οργανισμοί έχουμε πέντε βασικές αισθήσεις: την όραση, την αφή, την όσφρηση, τη γεύση και την ακοή, οι οποίες αποτελούν τους «αποκωδικοποιητές» μας για τα (συχνά μπερδεμένα) σήματα πληροφοριών που μας στέλνει ο φυσικός κόσμος. Βάσει αυτών αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας, προστατευόμαστε από πράγματα επικίνδυνα για εμάς και τις κρατάμε «κάβα» ως εξαρτημένα ερεθίσματα προκειμένου να δομήσουμε συμπεριφορές και συνήθειες. Για παράδειγμα, το κομμάτι εκείνο της γεύσης μας που είναι υπεύθυνο για την αποκωδικοποίηση των πικρών γεύσεων υπάρχει πρωτίστως για να μας προστατεύει από το να φάμε κάτι που μπορεί να είναι επιβλαβές για την υγεία μας.

Στην πραγματικότητα, όμως, οι αισθήσεις μας δεν είναι πέντε στον αριθμό: είναι επτά, ενώ διερευνάται και μία όγδοη. Μην προτρέχεις, δε θα μιλήσω για έκτη αίσθηση, κληρονομικό χάρισμα, καφεμαντεία και λοιπές δοξασίες. Πρόκειται για αισθητηριακά συστήματα που πολλοί δε γνωρίζουν καν την ύπαρξη και την ονομασία τους, τα οποία, όμως, είναι υπεύθυνα για σημαντικές λειτουργίες του οργανισμού.

Ξεκινώντας, λοιπόν, η έκτη αίσθηση είναι το αιθουσαίο σύστημά μας που βρίσκεται στο έσω αυτί μας και είναι σε αδρές γραμμές «η σχέση μας με τη βαρύτητα» κατά την A. Jean Ayres, εργοθεραπεύτρια στην οποία ανήκει η έμπνευση της θεωρίας της αισθητηριακής ολοκλήρωσης, σταθμός για την εργοθεραπεία και τις συγγενείς επιστήμες. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, το συγκεκριμένο σύστημα ίσως είναι ο «κεντρικός επεξεργαστής» μας, γιατί χωρίς αυτό είναι πολύ πιθανό οι προσκείμενες αισθήσεις, όπως η όραση και η ακοή, να μη λειτουργούν σωστά. Και τι δεν κάνει το αιθουσαίο σύστημα… Μας βοηθά να αντιληφθούμε τη θέση μας στον χώρο (με σημείο αναφοράς πάντα τη θέση του κεφαλιού μας) καθώς και την κίνησή μας σε αυτόν και τα χαρακτηριστικά της (ταχύτητα, κατεύθυνση) και σταθεροποιεί τις αισθήσεις της όρασης και της ακοής. Συγκεκριμένα, μέσω του αιθουσαίου αντιλαμβανόμαστε και ανταποκρινόμαστε στο ερέθισμα της δόνησης που έρχεται από το ακουστικό νεύρο, ενώ πολλές από τις υπο-κινήσεις που εκτελούμε μέσω της όρασης, όπως η εστίαση και η γρήγορη οπτική σάρωση (το skimming and scanning ενός κειμένου, ας πούμε) είναι προϊόντα του αισθητηριακού αυτού συστήματος.

Από παιδιά, ακόμα, αναπτύσσουμε το αιθουσαίο μας σύστημα με ποικίλους τρόπους. Ορισμένοι από αυτούς είναι τα παιχνίδια που εμπεριέχουν κίνηση, όπως είναι η κούνια, το τραμπολίνο ή ακόμα και ένα ξύλινο αλογάκι, ή δραστηριότητες όπως το σκαρφάλωμα ή το τρέξιμο σε ασταθείς επιφάνειες (άμμος, φουσκωτά). Γι’ αυτό και ο φόβος για τα ύψη, η ζαλάδα σε τέτοιου είδους παιχνίδια ή η αδυναμία εκτέλεσης αντίστοιχων κινήσεων από κάποια ηλικία και μετά αποτελούν ενδείξεις πιθανής μη φυσιολογικής λειτουργίας του αιθουσαίου συστήματος.

Συνεχίζοντας, στις λιγότερο γνωστές αισθήσεις μας ανήκει και το ιδιοδεκτικό σύστημα που αποτελεί τον δέκτη που θα είχαμε για να συντονίζει τις κινήσεις μας αν ήμασταν τηλεκατευθυνόμενοι. Ελέγχει την κίνησή μας, τη σχέση των μελών του σώματός μας μεταξύ τους αλλά και σε σχέση με το περιβάλλον, τη δύναμη που ασκούμε μέσω των μυών μας, τις συσπάσεις τους και, φυσικά, τον συντονισμό των κινήσεών μας. Μέσω της πίεσης, της τριβής και διαφόρων άλλων τύπων άσκησης δύναμης λαμβάνουμε ιδιοδεκτικά ερεθίσματα, τα οποία μπορούν σε πολλές περιπτώσεις να μας οργανώσουν ή ακόμη και να μας βοηθήσουν να θυμόμαστε και να μάθουμε πράγματα μέσω της κίνησης, όπως η Ακίλα στη γνωστή ταινία «Συλλαβίζοντας το Όνειρο», που έκανε σκοινάκι για να θυμάται την ορθογραφία των λέξεων. Επιπρόσθετα, κινήσεις και δραστηριότητες με ιδιοδεκτικά ερεθίσματα μπορούν να ανεβάσουν ή να μειώσουν την εγρήγορσή μας (ανάλογα με την ποιότητα και το είδος της δραστηριότητας) σε ιδανικά επίπεδα: δεν είναι τυχαίο που μετά από κάποια είδη γυμναστικής αισθανόμαστε γεμάτοι ενέργεια, ενώ μετά από άλλα απόλυτα χαλαροί!

Αναπτύσσουμε το ιδιοδεκτικό μας σύστημα κάθε φορά που σπρώχνουμε ή τραβάμε κάτι, όταν εμπλεκόμαστε σε δραστηριότητες που εμπεριέχουν άσκηση δύναμης επάνω μας (πχ μασάζ) ή από εμάς, ακόμη κι όταν μασάμε σκληρά ή μαστιχωτά τρόφιμα, όπως οι τσίχλες. Δείγμα υπολειτουργίας του ιδιοδεκτικού συστήματος θα μπορούσε να είναι ο κακός συντονισμός των κινήσεων που μπορεί να οδηγήσει σε μικροτραυματισμούς. Αν, λοιπόν, είστε κι εσείς επιρρεπείς σε ατυχήματα -όπως κι εγώ- πολύ πιθανόν να οφείλεται σε αυτό.

Τέλος, η όγδοη και τελευταία γνωστή (μέχρι τα τελευταία ερευνητικά δεδομένα τουλάχιστον) αίσθησή μας είναι η ενδοδεκτικότητα που αφορά την αντίληψη όσων συμβαίνουν μέσα μας. Χάρη σε αυτήν, μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε και να αναγνωρίζουμε καταστάσεις του οργανισμού μας όπως η πείνα, η δίψα, ο πόνος, η φαγούρα και να προβαίνουμε σε αντίστοιχες κινήσεις ώστε να τις ρυθμίσουμε και πάλι στα φυσιολογικά επίπεδα. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι ελλείψεις και υπολειτουργίες είτε προς τα πάνω (υπέρ-απόκριση) είτε προς τα κάτω (υπό-απόκριση) δυσκολεύουν απίστευτα την αυτορρύθμιση βασικών βιολογικών αναγκών από έναν άνθρωπο. Για παράδειγμα, δείγμα υπό-απόκρισης του ενδοδεκτικού συστήματος θα μπορούσε να είναι ακόμη και ο θάνατος κάποιου από ασιτία επειδή δεν αντιλαμβάνεται το αίσθημα της πείνας και, άρα, δεν τρώει.

Η ενδοδεκτικότητα είναι η αίσθηση που μέχρι στιγμής έχει ερευνηθεί λιγότερο. Ως εκ τούτου, λοιπόν, δεν έχουν ακόμη προταθεί συγκεκριμένες θεραπευτικές λύσεις για την ενίσχυσή της, παρά μόνο τεχνικές που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα και τοπικά τα ελλείματα. Για παράδειγμα, εάν κάποιος δεν μπορεί να αντιληφθεί τις εσωτερικές αλλαγές στη θερμοκρασία του τότε ο θεραπευτής προσπαθεί να τον κάνει να αντιληφθεί τις διαφορές θερμοκρασίας πρώτα απ’ όλα εξωτερικά μέσω της ιδιοδεκτικότητας, προκειμένου να μπορέσει να τις αναγνωρίσει και εσωτερικά.

Κάπως έτσι, λοιπόν, φτάσαμε στο τέλος της αναζήτησής περί αισθήσεων, και ένα πράγμα μπορώ να πω: ήρθαμε με πέντε και τελικά φύγαμε με οκτώ! Για δες κάτι πράγματα!

 

Συντάκτης: Έλενα Καργοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.