Είναι πολύ συχνά παρατηρούμενο φαινόμενο σήμερα οι γονείς (και ειδκά όσοι από αυτούς είναι νεότεροι ηλικιακά) να δηλώνουν «φίλοι» και «κολλητάρια» με τα παιδιά τους. Είναι, όμως κάτι τέτοιο εφικτό πραγματικά και, αν ναι, κατά πόσο τα πράγματα πρέπει να είναι έτσι;

Εν μέρει, διάθεση υιοθέτησης μιας τέτοιας παιδαγωγικής άποψης και στάσης από τους σημερινούς γονείς εξηγείται από ψυχολογικής άποψης βάσει των δικών τους προσωπικών βιωμάτων και εμπειριών. Πιο συγκεκριμένα, οι γονείς αυτοί είχαν ως παιδιά διαφορετικές προσλαμβάνουσες από τους δικούς τους γονείς, οι οποίοι, ενδεχομένως, να υπήρξαν πιο αυστηροί, πιο επικριτικοί και πιο αποστασιοποιημένοι. Η αυστηρότητα αυτή πιθανά να εξηγείται από τον αυστηρό και, συχνά, σκληρό τρόπο με τον οποίο και οι ίδιοι μεγάλωσαν, ο οποίος διαμόρφωσε εντός τους αντίστοιχες αξίες και αρχές μετά χρόνια, οι οποίες ίσως να τους έφεραν σε ρήξη με τη «νέα γενιά», που τους αντιμετώπισε ως «γονείς-ελεγκτές» ή ακόμη και ως «γονείς-δεσμοφύλακες» σε κάποιες περιπτώσεις.

Πριν ακόμη μπούμε στη διαδικασία να γίνουμε γονείς, πριν ακόμη πλησιάσει το νέο αυτό κεφάλαιο ως πιθανότητα και διαδικασία τις ζωές μας, συχνά σκεφτόμαστε και οραματιζόμαστε τους εαυτούς μας ως γονείς. Συνήθως, το πρώτο πράγμα που διακυρήττουμε μεγαλόφωνα και μετά περισσής σιγουριάς είναι ότι «εμείς δεν θα κάνουμε με τα παιδιά μας τα λάθη που θεωρούμε ότι οι γονείς μας έκαναν με εμάς». Κατά την ίδια λογική, λοιπόν, αν κάποιος κρίνει πως οι γονείς του υπήρξαν για εκείνον περισσότερο παρεμβατικοί στη ζωή του απ’ όσο θα ήθελε ή περισσότερο αυστηροί απ’ ότι μπορούσε, πιθανά, να αντέξει, θα θελήσει, ως γονέας πια, να μην επαναλάβει το ίδιο μοτίβο και να αναπτύξει με τα παιδιά του μια σχέση εμπιστοσύνης και ελευθερίας.

Ως εδώ, όλα καλά. Τα μεγάλα μπερδέματα ξεκινούν όταν ο γονέας συγχέει το ρόλο του με αυτό του «κολλητού» και προσπαθεί να κάνει το παιδί του να τον αντιμετωπίζει ως τέτοιο με κάθε πιθανό τρόπο. Αυτό συνήθως συμβαίνει με την υιοθέτηση της πρακτικής «ναι σε όλα», σε συνδυασμό με την ατάκα «εμείς; Εμείς θα τα λέμε πάντα όλα μεταξύ μας, είμαστε φίλοι», που συνοδεύεται με τις συνακόλουθες πρακτικές.

Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε πως μεταξύ της ανηφόρας και της κατηφόρας υπάρχει πάντα ο ίσιος δρόμος. Όσο «φίλοι» και να θεωρούν πως είναι με τα παιδιά τους, οι γονείς επιβάλλεται να συνειδητοποιούν όσο πιο νωρίς γίνεται πως ο ρόλος τους δεν περιορίζεται εκεί. Οι γονείς είναι (σχεδόν πάντα) οι πρώτοι «σημαντικοί άλλοι» για εμάς, οι πρώτες μας προσλαμβάνουσες από την αλληλεπίδρασή μας με τον κόσμο. Μέσα στα καθήκοντά τους, λοιπόν, είναι να συνοδεύουν την αγάπη τους για εμάς με οριοθέτηση της συμπεριφοράς μας. Είναι απολύτως κατανοητό ότι κάποιες φορές είναι αρκετά δύσκολο να παίξεις, ως γονιός, το ρόλο του «κακού του έργου» και να χαλάσεις χατήρι στο σπλάχνο σου αλλά, πίστεψέ με, όταν αυτό γίνεται με νόημα και με πολιτισμένο τρόπο, μόνο καλό μπορεί να μας κάνει.

Επιπρόσθετα, για να μην παρεξηγηθούμε, το κλίμα εμπιστοσύνης που μπορεί να επικρατεί εντός μιας οικογένειας είναι μια υπέροχη και αξιέπαινη συνθήκη. Είναι, όμως, φυσικό επόμενο, ειδικά από την εφηβική ηλικία και μετά, ένα παιδί να αισθάνεται πιο άνετα να συζητήσει για κάποια συγκεκριμένα θέματα με τους (συνομήλικους του) φίλους παρά με τους γονείς για μια ευρεία ποικιλία λόγων. Κοινώς, φίλε γονέα, το ότι επιθυμείς διακαώς να είσαι «κολλητάρι» του παιδιού σου μπορεί να καθησυχάζει κάπως την ανησυχία σου, νομίζοντας πως γνωρίζεις ό, τι συμβαίνει στη ζωή του. Σκέφτηκες, όμως, πως, παρεμβαίνοντας τόσο δυναμικά στη ζωή του, αναλαμβάνεις ρόλους που δε σου αναλογούν; Όλοι έχουμε δικαίωμα στην προσωπική ζωή, όλοι έχουμε δικαίωμα στο μυστικό, άρα γιατί όχι και τα παιδιά μας;

Συμπερασματικά, λοιπόν, είναι πολύ σημαντικό να καθίστανται ευδιάκριτα τα όρια μεταξύ των ρόλων των γονέων και των φίλων. Είναι εκ των ων ουκ άνευ να συνειδητοποιήσουμε πως είναι δύο ρόλοι με διαφορετική ποιότητα αγάπης, διαφορετική αλληλεπίδραση με εμάς και πως καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες μας. In other words, φαντάσου τους ρόλους αυτούς σαν ένα προφιτερόλ κι ένα τσιζκέικ αντίστοιχα: και τα δύο σου καλύπτουν τη λαχτάρα σου για γλυκό, μα διαλέγεις τη γεύση που ταιριάζει περισσότερο στην όρεξή σου κάθε φορά.

Συντάκτης: Έλενα Καργοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου