Ο χειμώνας έχει πια κάνει αισθητή την παρουσία του κι ακόμα κι οι πιο δύσπιστοι τον αποδέχθηκαν. Παντελόνια, μακρυμάνικες μπλούζες, φούτερ και μπουφάν, κατέβηκαν από πατάρια, ντουλάπες κι υπόγεια κι εδραιώθηκαν στις κρεμάστρες. Όμως, πιο πολύ απ’ όλα, με τα πρώτα κρύα, κυριαρχεί μια συγκεκριμένη μυρωδιά στις γειτονιές και στα στενά δρομάκια που επιβεβαιώνει την άφιξή του.

Ακόμα κι αν ζεις στο κέντρο της Αθήνας, χωρίς να βλέπεις με ευκολία ουρανό, η μυρωδιά αυτή σε κάνει να ταξιδεύεις, σε προκαλεί να δραπετεύσεις και να αφεθείς ελεύθερος σε έναν άλλο τόπο ή μέρος. Αφού ήρθαν τα πρώτα κρύα, οι ξυλόσομπες και τα τζάκια θα γεμίσουν με ξύλα κι αυτά με τη σειρά τους, αφού εκπληρώσουν το σκοπό τους και ζεστάνουν το σπίτι, θα ελευθερωθούν στην ατμόσφαιρα, χαρίζοντας σε όσους τα μυρίσουν ένα αίσθημα νοσταλγίας.

Πόσο θα ήθελες κι εσύ να ξέφευγες για λίγο, να είχες λίγα χρήματα στην τσέπη και καλή παρέα και να δραπέτευες απ’ την καθημερινότητά σου, η οποία αρχίζει επικίνδυνα να μετατρέπεται σε ρουτίνα. Να πάρεις το αμάξι, να βάλεις τη μουσική που σ΄ αρέσει και να κάνεις χιλιόμετρα. Να χαζέψεις απ’ το παράθυρο τα ψηλά δέντρα που στέκονται φρουροί δεξιά κι αριστερά του δρόμου κι αργά πλέον, χωρίς ίχνος βιασύνης, χάνουν τα φύλλα τους. Να σταθείς για λίγο στην άκρη και να χαζέψεις τη θάλασσα που στέλνει με μανία τα κύματά της στην ακρογιαλιά, στην ίδια παραλία που κάποιους μήνες πριν απολάμβανες τον ήλιο.

Να βγάλεις εισιτήρια για το τρένο, θέση στο παράθυρο, να γύρεις το κεφάλι στο τζάμι και να αποκοιμηθείς, έχοντας σαν τελευταία εικόνα την ομίχλη που σκεπάζει τον κάμπο. Κι όταν πάλι ξυπνήσεις, όταν φτάσεις επιτέλους στον προορισμό σου, να δεις το χωριό σου, να στέκεται εκεί αγέρωχο, παρά τον δυνατό αέρα ή το ψιλόβροχο.

Έχει μια άλλη ομορφιά το χειμωνιάτικο τοπίο, άγρια, ίσως λίγο μουντή, χωρίς πολλά χρώματα, φωνές και φασαρία. Ποσό όμως, αλήθεια, θα ήθελες να βρεθείς με μια κούπα αχνιστή σοκολάτα στο χέρι, σε κάθε γουλιά να ζεσταίνεις τα μέσα σου ή να απολαύσεις ένα ωραίο φαγητό, ζεστό, μαμαδίστικο, με μπόλικη σάλτσα, για να κάνει και το χωριάτικο ψωμί τις βουτιές του κι ας βρέχει έξω καταρρακτωδώς κι ας δείχνει η φύση το κακό της πρόσωπο.

Εξάλλου, μέσα στο «καταφύγιο», οι άνθρωποι γελάνε ακόμα, γλεντάνε και χορεύουν, πάνε κόντρα στις εξωτερικές συνθήκες και γνωρίζονται λίγο καλύτερα, αφού περνούν ώρες πολλές παρέα σε καναπέδες και τραπέζια.

Κι αν δεν πείστηκες μέχρι τώρα κι ακόμα αμφιβάλλεις, κάνε μια βόλτα στο κέντρο της πόλης, το μήνα Δεκέμβρη, τότε που ο χειμώνας ωριμάζει και τα Χριστούγεννα είναι κοντά. Τότε, που οι δρόμοι σφύζουν από ζωή κι όλοι αψηφούν το κρύο. Τα μαγαζιά γεμίζουν με κόκκινα στολίδια, παιχνίδια και γλυκά. Στενά, λεωφόροι, αδιέξοδα γίνονται πιο φωτεινά κι έπειτα ο χρόνος αλλάζει κι ίσως μαζί αλλάξει και το τοπίο και γίνει λευκό, διαγράφοντας έτσι κι όλους τους φόβους, τις αλήθειες και τα ψέματα.

ΥΓ. Ο σοφός μας λαός άλλωστε, δηλώνει πως: «κρύο, καιρός για δύο», δυο σώματα που θα αγκαλιαστούν κάτω απ’ τα σκεπάσματα για να ζεστάνουν το ένα το άλλο. Δύο χέρια που θα κρατηθούν σφιχτά για να μη γλιστρήσουν στο δρόμο. Δυο ψυχές, οι οποίες, επειδή ο χειμώνας τις μελαγχολεί και τις κάνει να νιώθουν μοναξιά, θα έρθουν πιο κοντά η μία με την άλλη, γυρεύοντας μυρωδιές, γεύσεις κι εικόνες που αποθηκεύονται μέσα τους και γίνονται εμπειρίες και κοινά βιώματα.

Συντάκτης: Ματίνα Στυλίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη