Τέλος σημαίνει το τέρμα, το πέρας και είναι η αντίθετη έννοια της αρχής. Σηματοδοτεί το έσχατο σημείο ενός πράγματος, υπόθεσης ή παρουσίασης. Yπάρχει το τέλος που σου επιβάλλουν, το τέλος που είναι αναπόφευκτο, το τέλος πριν την αρχή, το επαναλαμβανόμενο τέλος, το τέλος εποχής. Τρομακτική λέξη, αν το καλοσκεφτείς, αφού υποδηλώνει ότι κάτι φεύγει ανεπιστρεπτί ή ότι δεν πρόκειται ν’ αλλάξει.

Δύο πράγματα φοβόμουν από μικρή. Το σκοτάδι και τη λέξη «τέλος». Η λέξη αυτή ξεκίνησε να χαράζεται στο μυαλό μου από πολύ μικρή ηλικία, όταν ο μπαμπάς μου μετά από κάθε καβγά φώναζε «τέλος». Η απόφαση είχε παρθεί, όσο και να διαφωνούσα το αποτέλεσμα ήταν προκαθορισμένο. Δε θα έμενα έξω ως αργά, δε θα έκανα κοπάνα για ν’ αποφύγω το διαγώνισμα μαθηματικών και δε θα έτρωγα την τρίτη σοκολάτα για εκείνη τη μέρα.

Τότε λοιπόν, κάπου μεταξύ του θυμού για την αφάγωτη σοκολάτα και του φόβου μου για το επερχόμενο διαγώνισμα, βρήκα έναν τρόπο να προετοιμάζομαι για κάθε τέλος που  έρχεται. Βρήκα τον τρόπο να μη με φέρνουν προ τετελεσμένων γεγονότων, να μην τερματίζουν ετσιθελικά καταστάσεις και με αφήνουν άπραγη, να έχω τη δύναμη ν’ αλλάξω το κάθε τέλος.

Θα βάζω εγώ το τέλος. Θα το σκέφτομαι πρώτα μόνη, θα το αναλύω, θα το χωνεύω κι ύστερα θα το πετώ απροειδοποίητα, όταν θεωρώ πως ήρθε η ώρα. Καμιά ανατροπή, καμιά έκπληξη, κανένας πόνος για μένα. Όλα θα είναι προμελετημένα και σχεδιασμένα.

Το ίδιο ισχύει και για εμάς. Μην περιμένεις να είσαι εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα. Δε θα δω το τέλος να έρχεται, επειδή το θέλεις εσύ. Θα φύγω πριν με φέρεις σ’ αυτήν τη θέση. Εγωιστικό; Ναι. Δειλό; Είναι. Ο τρόμος της δικής σου φυγής όμως, έχει τη δύναμη να με παραλύσει. Δεν μπορώ να σ’ αφήσω να μας αφήσεις.

Έχεις πολύ μεγάλη εξουσία πάνω μου και την απέκτησες με κάποιον μαγικό τρόπο σχεδόν αμέσως. Δεν ήμουν πια εγώ το κέντρο του κόσμου μου, αλλά εσύ. Ο κόσμος μου ήταν πλέον ετερόφωτος, κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο όταν η πηγή φωτός μου είναι τόσο επιρρεπής σε σβησίματα.

Ξέρω πόσο εύκολα μπορείς να χαθείς. Μπορεί να εκνευριστείς με το ντουλαπάκι του μπάνιου που άφησα πάλι ανοιχτό, το σωληνάκι της οδοντόκρεμας που επιμένω να πατάω απ’ τη μέση, με τον καφέ σου που πάλι δεν τον πέτυχα, με το μήνυμα για καλημέρα που μέσα στον πανικό της μέρας δε σου έστειλα. Μπορεί ξαφνικά να καταλάβεις ότι τα μικρά ή μεγάλα μου κουσούρια σε κουράζουν περισσότερο απ’ όσο νόμιζες. Για πόσο ακόμα μπορείς να γκρινιάζεις για την οδοντόκρεμα και τα μηνύματα που δε σου στέλνω; Για πόσο ακόμα θα μπορώ κι εγώ να ζητώ συγγνώμη για τα ίδια και τα ίδια, που έτσι κι αλλιώς θα μείνουν απαράλλαχτα;

Έπειτα, δεν είναι μόνο ότι μπορεί να χαθείς με δική σου θέληση. Ξέρεις τι τρομάρα πήρα όταν μου είπες ότι τράκαρες; Ξέρεις πόσα χρώματα άλλαξα μέχρι να καταλήξω στο λευκό του τοίχου πίσω μου; Όχι, όχι παραείσαι εύθραυστος για να στηριχθώ πάνω σου και να εξαρτάται η ευτυχία μου από σένα.

Τώρα λοιπόν που νιώθω περισσότερo εξαρτημένη από ποτέ, επιλέγω να μας αφήσω και είναι το πιο δειλό πράγμα που έχω κάνει. Ας είναι. Θα μάθω να κλείνω μόνη μου τα ντουλαπάκια του μπάνιου.

Συντάκτης: Σοφία Καλπαζίδου