Ήταν ένα ζευγάρι χέρια. Χέρια-διαφυγή. Κι αν είχες αισθανθεί διαφόρων λογιών κρατήματα, επέμενες να αφήνεσαι σε αυτά τα δύο χέρια.

Αυτά, ξεχωριστά για όλους μας, μας έκαναν να τρέμουμε –από ευτυχία κι από φόβο μη χαθούν–, να χαμογελάμε, να τα ερωτευτούμε, να τα ποθήσουμε, να τα λατρέψουμε, να τα αγαπήσουμε. Το δυστυχές εδώ είναι πως αυτά στάθηκαν κι αφορμή να γεμίσουμε γρατζουνιές, καθώς εμείς τα παραδώσαμε όλα άνευ όρων στην κατοχή τους, όπως ακριβώς εκείνα μας είχαν ζητήσει.

Σε αυτά τα χέρια δώσαμε έμφαση. Παρατηρήσαμε κάθε τους λεπτομέρεια, κάθε αμυδρή τους γραμμή, δημιουργώντας έτσι ένα χάρτη για τα μεταξύ μας ταξίδια. Ήταν τα χέρια που φιλήσαμε, αγγίξαμε με σεβασμό, επιτρέψαμε να χαϊδέψουν το πρόσωπό μας, να σκουπίσουν τα δάκρυά μας, πυροδοτώντας, έτσι, απανωτά πυροτεχνήματα στην καρδιά μας.

Ήταν από εκείνα τα χέρια που μας αγκάλιασαν σε δρόμους ανιαρούς, απ’ την ανατολή ως το ηλιοβασίλεμα, σε πρωινά ξυπνήματα, που διόλου δε θα είχαν νόημα αν δεν υπήρχε η αφή τους.

Έπειτα ήταν εκείνα που μας περιποιήθηκαν. Μας άγγιξαν για να μας πάρουν το φόβο, μας σκέπασαν τα βράδια, μας έφτιαξαν καφέ τα πρωινά, μας προσέφεραν τριαντάφυλλα κι ημέρες γεμάτες αισθησιακά αρώματα, λειτούργησαν με τρόπο μαγευτικό, σαν βάλσαμο, σε εκείνες τις άλλες μέρες, που όλα έμοιαζαν –ή μάλλον ήταν– για εμάς βυθισμένα στο σκοτάδι.

Εκείνες τις μέρες που ο εαυτός μας γινόταν ο χειρότερός μας εχθρός. Αυτά τα χέρια δεσμεύτηκαν να είναι εκεί, ακουμπισμένα πάνω σε ένα πόμολο, μιας κρυστάλλινης πόρτας, διακρίνοντας τις σκιές που έκοβαν βόλτες, έτοιμα να αναγνωρίσουν τη μορφή σου να πλησιάζει και να ανοίξουν ώστε να μπορέσεις να μπεις. Να μπεις στο σπίτι σου.

Θέλοντας ή μη, στάθηκαν κι ως αφορμή να λαβωθείς. Άφησαν τα δικά σου χέρια να ψάχνουν ένα ίχνος τους. Ίσως να μη γέμισες παράπονο, μόνο λήθη. Πάντα ήταν εκείνο το άγγιγμα που φάνταζε ιδανικό, στα μέτρα σου. Το άγγιγμα που θα αποζητάς με μια γλυκόπικρη νοσταλγία.

Κι αν σε άφησαν, αυτά τα χέρια, πάντα θα τα ποθείς. Θα τα ψάχνεις σε κάθε νέο άγγιγμα, γιατί όλα τα άλλα θα μοιάζουν μάλλον με χαστούκια και θα μπλαβίζουν την ψυχή σου. Δεν ήθελες αυτά τα χέρια να αγγίξουν ξένες αγκαλιές, δεν ήθελες να χιλιοφορεθούν σε επιτήδειους ενοικιαστές, μιας αστραπιαίας παραμονής στη ζωή που κάποτε φάνταζε δική σας. Δεν ήταν φτιαγμένα γι’ αυτό το σκοπό.

Θα αναπολείς την περίοδο εκείνη, όταν τα χέρια αυτά ήταν δικά σου και θα θυμάσαι ένα πράγμα: Αυτά τα χέρια είχαν ένα ιδιοκτήτη, τον άνθρωπό σου. Εσύ τρύπωσες λαθραία στην αφή τους, επέμεινες πεισματικά στην παραμονή τους, εκείνα σε τύλιξαν με πάθος, με λεπτότητα και σεβασμό, φερόμενα στην εύθραυστη ψυχή σου ως εκείνες τις σπάνιες, που μόνο γι’ αυτές ήταν φτιαγμένα να αγγίζουν. Τελικά, όμως, λιποτάκτησαν αποζητώντας νέα πάθη και προορισμούς.

Ψάξε όσα αγγίγματα θέλεις. Τα χέρια αυτά θα είναι πάντα η βολή σου. Πάνω σε αυτά ταξίδεψες, ονειρεύτηκες, αποτυπώθηκες, ένιωσες να σε χτυπάει ρεύμα εκατομμυρίων βολτ, φυλάσσοντας ανεξίτηλα το άγγιγμά τους στα γρανάζια του μυαλού σου.

Πού να το φανταζόσουν, ότι ένα ζευγάρι χέρια θα μπορούσαν να προκαλέσουν τόση ζημιά! Ήταν, βλέπεις, από εκείνα τα χέρια που χάραξαν πορεία στον ορίζοντά σου, άραξαν με θαλπωρή στα λιμάνια της καρδιάς σου κι έχτισαν λιθαράκι-λιθαράκι το σπίτι σου. Ήταν ένα ζευγάρι χέρια που όμοιά τους δε θες να ξαναβρείς ούτε θα σε ξαναγγίξουν.

Αυτά τα χέρια, ήταν –και θα είναι– η διαφυγή σου.

Συντάκτης: Δέσποινα Δημησιάνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη