Σε κοιτάζω και σκέφτομαι αν ο άνθρωπος που είχα για θεό μου είναι το ίδιο πρόσωπο με εσένα. Ήσουν κάτι το άπιαστο κι αψεγάδιαστο στα μάτια μου. Ούτε εγώ δεν ξέρω πώς κατάφερες να με ξενερώσεις τόσο πολύ.

Όταν σε πρωτοείδα, σε ‘κείνο το μπαρ, είδα την τελειότητα προσωποποιημένη, δείλιασα ήθελα να σε γνωρίσω, να σε κάνω δικό μου. Αλλά πού να με προσέξεις εσύ; Εσύ, σίγουρα, μπορείς να έχεις όποια βάλεις στο μάτι, εμένα θα κοίταζες; Δε γινόταν, όμως, έπρεπε να κάνω την κίνησή μου κι ας έτρωγα χυλόπιτα. Δε θα άφηνα ένα «κι αν;» να με βασανίζει. Ήπια ένα ακόμη ποτό για να βρω το θάρρος να σου μιλήσω, αλλά μέχρι να το τελειώσω μου μίλησες εσύ. Πάγωσα, ίδρωσα, σκέφτηκα ότι δε γίνεται να μου μιλάει ο τέλειος.

Έχοντας αυτή την εικόνα του άψογου στο μυαλό μου ό,τι και να μου έλεγες, ό,τι και να έκανες, έμοιαζε σωστό κι όμορφο. Μέχρι που σιγά-σιγά άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν έχει καμία σχέση η πραγματικότητα με την εικόνα που έφτιαξα εγώ στο μυαλό μου.

Ναι, κανείς δεν αμφισβητεί την ομορφιά σου, αλλά τι έχεις να μου προσφέρεις; Τίποτα και το είπες πολλές φορές κι εσύ ο ίδιος. Μια ωραία βιτρίνα είσαι, αλλά από περιεχόμενο κενή. Τι να το κάνεις αν ο άλλος δεν μπορεί να σου προσφέρει κάτι περισσότερο από πρόγευμα για τα μάτια σου;

Δεν ξέρω τι ακριβώς με ξενέρωσε σε εσένα. Θα ακουστεί παράξενο, άλλα ίσως απ’ τη στιγμή που το «άπιαστο» έγινε δικό μου, να έχασε τη σπουδαιότητά του, να έχασα κι εγώ το ενδιαφέρον μου. Έτσι είμαστε οι άνθρωποι, θέλουμε πάντα αυτό που δεν έχουμε.

Ίσως αυτό το απόμακρο να με γοήτευε σε σένα, γι’ αυτό να ‘θελα να σε κυνηγήσω. Το δύσκολο πάντα μας εξιτάρει. Ίσως μόλις κατάφερα να κερδίσω το στόχο μου, εσένα δηλαδή, να σταμάτησε να μου τραβάει την προσοχή η όλη φάση.

Απ’ την άλλη ίσως καταφέρνοντας να έρθω κοντά σου και να σε κάνω δικό μου να κατάλαβα ότι δεν είσαι ό,τι φανταζόμουν κι ό,τι ήθελα. Καμιά φορά, ενθουσιαζόμαστε τόσο με κάποιον με αποτέλεσμα να κλείνουμε τα μάτια στα αρνητικά του και να αποφεύγουμε να δούμε μια ρεαλιστική εικόνα του. Μεταξύ μας, όμως, παίζει, όμως, να μου πούλησες κι εσύ άλλο πρόσωπο απ’ το πραγματικό σου. Δεν ξέρω τι απ’ όλα έφταιξε, αλλά το αποτέλεσμα παραμένει ένα, ξενέρωσα και μάλιστα άσχημα.

Απ’ τη μια, λυπάμαι και τους δύο μας, εσένα γιατί ίσως σου έδωσα ελπίδες κι εμένα γιατί άλλο νόμιζα πως είχα μπροστά μου κι άλλο είχα τελικά. Κι απ’ την άλλη, εσένα γιατί να σε λυπάμαι; Ας μου έδειχνες απ’ την αρχή ποιος είσαι. Εκτός αν δε σ’ άφησε ο ενθουσιασμός μου, αν έτρεχε να κουκουλώσει κάθε άσχημη αλήθεια σου. Ας τη μοιραστούμε την ευθύνη.

Και τώρα, τι γίνεται; Για αρχή, χρωστάω να σου πω ότι, σε καμιά περίπτωση, δεν έχασα το χρόνο μου μαζί σου. Ποτέ δε χάνουμε το χρόνο μας με ανθρώπους που επιλέγουμε. Πάντα κάτι μαθαίνουμε από κάθε είσοδο κι έξοδο στη ζωή μας. Έτσι, έμαθα κι εγώ από εσένα να βάζω ένα φρένο στον ενθουσιασμό μου και τι μπελάς είναι εξιδανίκευση.

Καμιά φορά, η εικόνα που φτιάχνουμε στο μυαλό μας δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την πραγματικότητα και δε φταίει πάντα ο άλλος γι’ αυτό. Μόνη μου έφτιαξα την εικόνα του τέλειου για εσένα και μόνη μου την κατάστρεψα∙ δε φταις εσύ για αυτό. Και στο κάτω-κάτω, ποιος είναι τέλειος για να ήσουν εσύ και γιατί να το αναζητώ εγώ; Μη με μισήσεις, όσο δύσκολο κι αν είναι. Απλά δεν ταιριάζουμε, δεν κολλάει το «μαζί» μας.

Το προσπαθήσαμε, τουλάχιστον, τώρα δε θα μας βασανίζει το «τι θα γινόταν αν». Είναι κατόρθωμα κι αυτό, το να ζεις με ξενέρες αντί για απωθημένα!

 

Συντάκτης: Στέλλα Πέτρου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη