Εντάξει, το κατάλαβα, δε θα στείλεις. Και καλά δεν παίζουν με ανθρώπους σαν εσένα, δήθεν θα μου δώσεις να καταλάβω, αρκετά τράβηξες μαζί μου, να πάω στο διάολο να ηρεμήσεις κι άλλα τέτοια χαζά που σου λέει ο εγωισμός σου. Βρε μη σώσεις και στείλεις, με νοιάζει νομίζεις; Σου πέρασε; Καλύτερα, να ξεμπερδεύουμε τώρα που είναι και νωρίς. Εγώ δεν τρέχω ούτε για να χάσω κιλά, θα τρέξω για να μη χάσω εσένα; Και φαντάσου, θέλω να χάσω κιλά, ακριβώς όσο θέλω κι εσένα.

«Σε θέλω», τώρα, τρόπος του λέγειν, μην το πάρεις και πάνω σου. Βασικά, όχι, σε θέλω, αλλά θέλω επίσης εσύ να θέλεις περισσότερο. Εμένα, εμάς, να θέλεις, ρε παιδί μου, πώς το λένε, να μην έχω αμφιβολίες. Όσο δε στέλνεις όμως έχω και παραέχω, άρα τι να θέλω από σένα; Το θέμα είναι να μη σου πω πως θέλω, το θέμα είναι να το ξέρεις μαγικά, να μυρίσεις τα νύχια σου, να με αφήσεις να πιστεύω πως σε νίκησα κι ας μην το έκανα στην τελική, τόσο δύσκολο είναι;

Επειδή αν μυρίσεις εσύ τα νύχια σου και σηκώσεις το κωλόχερό σου να μου στείλεις ένα γαμωμήνυμα εγώ θα ξέρω πως ήρθες επειδή δεν άντεχες αλλιώς, όχι επειδή το είπα εγώ. Μαγεία θέλει ο έρωτας, όχι λογική, δεν είναι όλα «αν θέλεις κάτι πες το μου», όχι· να πάρεις και κανένα ρίσκο, εκεί είναι η ουσία. Παράλογο, ξεπαράλογο, ούτε που με νοιάζει, αν έκανα καλή παρέα με τη λογική, έτσι θα ήμουν νομίζεις, ή θα ασχολιόμουν ακόμα μαζί σου;

Τι να στείλεις; Ξέρω κι εγώ; Στείλε μια βλακεία, κάτι διακριτικό τύπου «μου λείπεις, γαμώ το σπίτι μου», ρώτα πόσα μπιτιγιού είναι το ινβέρτερ μου, δεν ξέρω μωρέ, ξεκουνήσου όμως και στείλε μπας και δεις πως δεν είμαι εδώ μόνο για να σε βασανίζω, είμαι εδώ και για να σε ταρακουνήσω ευχάριστα. Ξέρεις, αν μαλακώσω, αναπόφευκτα θα σε κάνω να πιστέψεις πως γίνονται και θαύματα αρκεί να το θες, και πόσο τέλειο είναι αυτό, ε;

Όχι, να σου πω; Καλύτερα που δε μου στέλνεις. Έτσι κι αλλιώς δε μου αρέσεις. Ούτε σε θέλω. Ούτε μου λείπεις. Ούτε θέλω να με πάρεις αγκαλιά. Ούτε το λαιμό σου θέλω να μυρίζω. Τίποτα. Κάνει και ζέστη. Εγωισμός είναι, θα περάσει λίγο ακόμα ο καιρός, θα μου περάσεις κι εσύ. Σιγά δηλαδή, επειδή ταιριάζουμε, κι επειδή περνάμε ωραία μαζί, κι επειδή συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλον, κι επειδή όταν βλέπω το όνομά σου στην οθόνη του κινητού μου κάνει το στομάχι μου διπλό τόλουπ; Σιγά!

Άσε μας, καλύτερα έτσι. Αν φερόσουν αλλιώς μπορεί να είχαμε πρόβλημα. Αν για παράδειγμα στα ξεσπάσματά μου με ρωτούσες χαμογελαστά τι θέλω να φάω αντί να ψάχνεις καταφύγιο, κι αν σου έκοβε λιγάκι για να καταλάβεις πως όλη αυτή η συμπεριφορά κακομαθημένου πεντάχρονου σε κατάστημα παιχνιδιών είναι άμυνα κι όχι αδιαφορία, κι αν τέλος πάντων μπορούσες να κάνεις λίγο στην άκρη τον εγωισμό σου και να γίνεις άνθρωπος, τότε ναι, σίγουρα θα μπλέκαμε γιατί θα κόμπλαρα μπροστά στα κότσια σου και θα έχανα κι αυτό το λίγο που μου έμεινε.

Καλύτερα δηλαδή που δε σηκώνεις το κουλό σου, πάλι δίκιο έχω. Μη χάσω και τον έλεγχο στα καλά καθούμενα, ωραία τα έχω όλα στοιχισμένα στο μυαλό μου. Δε μου στέλνεις; Άρα στέλνεις αλλού. Άρα να μου πάτε στο διάολο κι εσύ και το αλλού σου. Μου στέλνεις; Άρα με θέλεις, απλό. Τι σημαίνει, παιδί μου, το ίδιο μπορεί να σκέφτεσαι κι εσύ για εμένα, πας καλά, το ίδιο είμαστε εσύ κι εγώ, μη γίνεσαι παράλογος. Και μη στείλεις είπα, όρεξη είχα.

Αν και να σου πω κάτι; Εγώ στη θέση σου θα μου έστελνα. Όχι σήμερα ούτε αύριο, θα μου είχα στείλει από εχθές. Γιατί δηλαδή να μη μου έστελνα, τι μου λείπει; Πού αλλού θα βρεις έναν τόσο χαριτωμένα ενοχλητικό άνθρωπο που ενώ σου βγάζει το λάδι κι ορκίζεται πως ούτε που τον νοιάζεις, κρεμιέται ταυτόχρονα απ’ την αγκαλιά σου για να μην του φύγεις και μυρίζει τον λαιμό σου σαν σκυλί που τραβάει τζούρες απ’ τον ιδιοκτήτη του; Όχι, πες. (Βρίζεις;! Α, πολλά νεύρα έχεις.)

Όχι, πες δηλαδή, ποιος άλλος θα γελάει με τα καθυστερημένα αστεία σου και ποιος θα θέλει να του σπας τα νεύρα με τις παράλογες απαιτήσεις σου, όπως παραδείγματος χάριν εκείνα τα τρελά που λες να στέλνω πρώτα εγώ; Να σου πω τώρα κάτι ακόμα πιο τρελό; Μου έλειψαν τα αστεία σου, μου έλειψε κι η γκρίνια σου που δε στέλνω. Και δε χόρτασα την αγκαλιά σου. Ούτε κι εσένα. Και να μου πας και στο διάολο κι εσύ και το πείσμα σου, δε σε θέλω είπα.

Και τώρα τι; Δε θα μιλάμε πια; Αυτό θέλεις; Όχι, αν το θέλεις μαζί σου είμαι, μη στείλεις. Τη σιχαίνομαι την απουσία σου, να ξέρεις. Θα σε αναγκάσω όμως εγώ να ανεχτείς το χάος μου; Με τίποτα. Ησυχία θέλεις, ησυχία να έχεις. Βοηθάει και στο να κοιμάσαι. Έστω κι όρθιος.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη