Οι ανθρώπινες σχέσεις, καλέ μου, είναι σαν φιλικό ποδοσφαιρικό παιχνίδι σε δικό σου γήπεδο. Ναι μεν οικείο, όμως πάντα κάποιος έχει το πάνω χέρι. Στη διάρκεια βέβαια, του παιχνιδιού η ισχύς εναλλάσσεται μα το σίγουρο είναι πως, όπως και σε κάθε παιχνίδι, κάποιος σηκώνει την κούπα και κάποιος όχι.

Στο μεταξύ παρ’ όλα αυτά, έχεις γνωριστεί, έχεις δώσει χέρια, κόκκινες, κίτρινες και κόκκινες κάρτες πάνε κι έρχονται, κάθεσαι πάγκο, μπαίνεις, βγαίνεις, συμβιβάζεσαι μέχρι να ‘ρθουν στο τέλος να σου πουν για πόσο είσαι και τι αξίζεις.

Στην καλύτερη των περιπτώσεων, να σηκώσεις την κούπα και πολύ ευχαρίστως να διαβείς το γήπεδο χέρι-χέρι με το φίλο συναγωνιστή και συμπαίκτη. Στην παράλληλη, βέβαια, εκδοχή, δε σηκώνεις καμία κούπα, αλλά αντιθέτως στέκεσαι πεντάμορφος και καταϊδρωμένος στον παγωμένο, μοναχικό σου πάγκο να σκέφτεσαι τι στον Δία πήγε λάθος.

Ξεσκονίζεις λόγια, βήματα, στρατηγικές και την Πάπυρος Λαρούς την ίδια, για να καταλήξεις σε πλήρες αδιέξοδο και να πεις πως είναι τελικώς και -σαφέστατα- δυστυχώς, θέμα τύχης. Διότι, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, εσύ έπαιξες καλύτερα, αλλά είχες μια-δυο άτυχες στιγμές και σου πήραν το παιχνίδι.

Βλέπεις, ζωή είναι αυτή κι αυτά αραιά-πυκνά συμβαίνουν κι εκεί που κλείνει μία πόρτα, ανοίγει πάντα μία άλλη. Εσύ θυμώνεις, βρίζεις και μαλώνεις και τελικά, τι κατάλαβες; Διότι όσο φιλικό κι αν είναι το παιχνίδι, στο τέλος τα εύσημα πηγαίνουν σ’ άλλους.

Και στο φινάλε, τι; Εγώ, θα πεις, προθυμοποιήθηκα να μοιραστώ την κούπα μου κι άλλες τέτοιες μπούρδες και πράσινα άλογα, λες και νοιάστηκε κανείς τι θες να κάνεις εσύ με την κούπα σου. Άντε και πες πως, λόγου χάρη, την έδωσες την κούπα σου, μάντεψε τι απρόσμενο θα γίνει.

Θ’ αναμετρηθείς με ήττα. Γιατί απ’ τους ανθρώπους είναι τυπικότατο να πάρεις ένα-δυο «ευχαριστώ» μα το «ευχαριστώ», βλέπεις, έχει φτάσει να έχει την ίδια βαρύτητα με την επαναληπτική κι επαναλαμβανόμενη «συγγνώμη». Δηλαδή καμία.

Αλλά εντάξει. Τα παθήματα –ιδανικά– γίνονται παθήματα κι η ζωή προχωράει και ξανά προς τη δόξα τραβά. Αρχικά θυμώνεις, μετά απογοητεύεσαι και μετά πάλι θυμώνεις και πάει λέγοντας.

Μετά, συνειδητοποιείς πως φαινόμενα τέτοια είναι κλασικά των καιρών και γι’ αυτό συνεχίζεις, ας πούμε, ακάθεκτος, οπλισμένος με πανοπλίες, τσεκούρια, μαχαίρια και ούτω κάθε εξής, σε περίπτωση που κάποιος κακοθελητής θελήσει πάλι να σε βλάψει και να προδώσει την τόση εμπιστοσύνη σου.

Ως αντίδραση βέβαια στους καιρούς, εμείς ας ζούμε επικίνδυνα κι ας εμπιστευόμαστε ανθρώπους. Θα μου πεις, «Εύκολα το λες, δύσκολα το κάνεις», αλλά ζωή χωρίς μια δόση δράματος, ζωή δεν είναι.

Ας πούμε πως ήταν απλώς κακά στοιχήματα και πως έτσι είναι αυτά και πως πάμε απλώς για άλλα. Και θα ‘ρθουν τ’ άλλα και θα ‘ναι φορές χειρότερα και φορές καλύτερα και τότε θα το δεις τι δε λειτούργησε προηγουμένως.

Ας πούμε πως κάπου έξω υπάρχουν άνθρωποι, περίπου σαν κι εσένα, που τα στατιστικά λεν’ πως θα ταιριάξεις. Που κοιτάζουν, υποθετικά, προς την ίδια κατεύθυνση και που ιδανικά, επιζητείτε τα ίδια πράγματα. Και γι’ αυτήν ακριβώς την πιθανότητα οφείλεις να ελπίζεις, φίλε συνοδοιπόρε, κι ας ισχύουν, κατά κύριο λόγο, άλλα. Και τώρα εντάξει· αναποδιές, το ήξερες, συμβαίνουν.

Και να θυμάσαι· πού και πού, πέφτουν και καλά στοιχήματα.

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη