Άνθρωποι. Έρωτας. Χρόνια. Αλλάζουν και τα τρία κι όχι κατ’ ανάγκη μ’ αυτή τη σειρά. Αλλάζουν και σχεδόν αλυσιδωτά μετατρέπουν και μετατρέπονται. Άλλοι άνθρωποι, άλλος έρωτας, άλλα χρόνια.

Και σ’ αυτά τα νέα χρόνια, οι άνθρωποι δε μιλάνε πια. Ζουν διακριτικά κι ερωτεύονται αθόρυβα. Αγγίζονται τα βράδια, μην τους δει κανείς και μαρτυρήσει. Σ’ αυτά τα νέα χρόνια, οι άνθρωποι κλείδωσαν τις αγάπες σ’ αποσκευές και τις κλείσανε στο συρτάρι.

Πού να βρεθεί χρόνος για έρωτα; Λιγόστεψαν και τα μέσα. Κυρίως οι άνθρωποι, γιατί τα αισθήματα κρατούν ακόμα. Στα νέα τούτα χρόνια, το συναίσθημα δεν το συζητάς, το καταπίνεις. Αν το πεις, μπορεί και να σε κρίνουν και τέτοια τρομοκρατία δεν το θέλεις να σου τύχει.

Κι αυτά τα νέα χρόνια έπεσαν σε μας. Σε μένα, σε σένα, στον δίπλα. Σε ‘μας που φτιάξαμε μαζί μια γενιά και την κόψαμε στα δύο· στους μισούς συναισθηματικά συμβιβασμένους και τους άλλους μισούς κι ασυμβίβαστους. Οι επιφανειακοί μάγκες και δηλωμένα φοβισμένοι κι ανέλπιστα ρομαντικοί και γενναίοι.

Οι καψουρεμένοι, οι καψούρηδες, οι διεκδικητικοί κι οι αισθηματίες που μάθανε να διεκδικούν και να αισθάνονται με τον λάθος μόνο τρόπο. Από μακριά κι άνετοι απ’ τον πάγκο. Γιατί αυτοί κι εμείς είμαστε η γενιά που εκφράζει τον έρωτά της με κουμπιά και σύμβολα κι αριθμούς.

Γιατί φτωχύναμε στις λέξεις και πού να τα βρεις τα σωστά τα λόγια; Γιατί τα ρομάντζα πια πεθάναν και τα πάθη τα δώσαμε θυσία. Γιατί κι αυτά ανάθεμα που κατάντησαν τρομακτικά κι εσύ πρέπει να φοράς μάσκα να τα ζήσεις.

Είμαστε η γενιά που το «για πάντα» το κατάργησε και τη μονιμότητα την έκανε γυαλόχαρτο να γυαλίζει τη φθορά του. Γίναμε απ’ αυτούς που το συναίσθημα το ονομάσαμε βούτυρο και μέλια και τον ευαίσθητο τον κάναμε ρεζίλι. Ύστερα, ρεζιλευτήκαμε εμείς που ό,τι μέλια στάξαμε στα πιο γερά μεθύσια, μας μείνανε κουσούρι το πρωί.

Είμαστε η γενιά που αρίστευσε στα λόγια κι ας μην τα υπηρέτησε σωστά ποτέ της. Γιατί ξέρεις πώς πάει· τα πιο ωραία λόγια δεν τα είπαμε ούτε και τα γράψαμε, γιατί δε βρέθηκε ποτέ κανείς τους να ρωτήσει. Λες και θέλει άδεια το αίσθημα να βγει.

Εμείς τους έρωτες δεν τους τραγουδήσαμε. Τους φωνάξαμε και τους θάψαμε σε στιχάκια θλιμμένα. Ύστερα τους ξεχάσαμε, τους αλλάξαμε κι όσοι τους άντεξαν τα κράτησαν απωθημένα. Έτσι μάθαμε, έτσι είδαμε, έτσι τα βρήκαμε συνηθισμένα.

Κι είναι κρίμα. Γιατί σ’ όλους αξίζει ένας παλιάς κοπής έρωτας. Να σε σηκώσει απ’ την καρέκλα, να σου κάνει ανάστα όλο τον κόσμο, να σε βγάλει σε δρόμους, κέντρα και πλατείες να πεις σε όλους πως βρήκες άνθρωπο ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι.

Να γίνεις βιαστικός κι ανυπόμονος. Σαρωτικός, ρομαντικός, ονειροπόλος. Να ορκίζεσαι «για πάντα» κι ας σου κρατήσει μέχρι αύριο. Να πέσεις στα κλισέ όλου του κόσμου, να σε δεις μελοδραματικό κι αισθηματία και ν’ απορείς με το ίδιο σου το αίσθημα.

Γιατί μπορεί ν’ αλλάξαμε όμως όχι δα και τόσο. Τον ίδιο έρωτα περιμένουν όλοι. Και πώς να σου ‘ρθει, θα μου πεις, αν πας και κλείνεσαι σε κινητά, οθόνες και κομπιούτερ; Αντιφατικό κι αδύνατο. Τουλάχιστον αντιρομαντικό και σίγουρα εσύ ο αποξενωμένος.

Και κάπως έτσι, τον έρωτα τον παθαίνουμε. Παθητικά. Σαν κάτι απροσπέλαστο μα περαστικό. Παθητικά, γιατί παθητικοί είμαστε κι εμείς. Όλα μέχρι να σου συμβεί ο έρωτας. Γιατί μετά, τα σηκώνεις τα μανίκια κι αυτό, φίλε μου, είναι αντίδραση διαχρονική σ’ όλες τις γενιές και χρόνια.

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη