Κι ήρθε η στιγμή μετά από τόσες μέρες που τυραννικά έφτασαν να συμπληρώσουν μήνες ώσπου να κλείσω χρόνο δίχως να πάψω στιγμή να σε σκέφτομαι, όταν το θαύμα έγινε και γύρισες. Δεν κάθισα να ψάξω τα γιατί και τα πώς. Άλλωστε αυτή η περίεργη ενέργεια που υπάρχει ανάμεσά μας είτε σ’ αρέσει είτε όχι μας δένει πάντα με έναν τρόπο ανεξιχνίαστο γι’ αυτό και τόσο γοητευτικό.

Μου πήρε καιρό να καταλάβω τι με βρήκε ενώ ένα κομμάτι μου ήξερε ότι εσύ κι εγώ δεν είχαμε τελειώσει. Παραδέχομαι ότι μια σκηνή περίπου σαν αυτές που ζω όταν σε έχω απέναντί μου κι αποφασίζεις κάπως να ανοιχτείς είχα φτάσει σε σημείο να τη δω ως και στον ύπνο μου, δεν ντρέπομαι να σου πω ότι η υπερένταση τότε ήταν τόση που ξύπνησα κι είχα μάτια υγρά και ταχυκαρδία.

Εσύ στα χέρια μου να μου ζητάς να σε πάρω αγκαλιά λέγοντάς μου όλα εκείνα που δεν τολμούσα καν να διανοηθώ πως ούσα ξύπνια θα άκουγα και να χαμογελάς. Να χαμογελάς. Μ’ εκείνο το χαμόγελο που μ’ έκανε να χάνω τα λογικά και τα λόγια μου. Και να που τώρα χαμογελάς κι όχι μόνο σε βλέπω, μπορώ και να σε αγγίξω, να μυρίσω το άρωμά σου, να αισθανθώ την αύρα σου, να νιώσω τη θέρμη του κορμιού σου, να σε μάθω μέχρι όπου θες εσύ, να σου δώσω και να πάρω ό,τι ζητάμε η μία απ’ την άλλη απλόχερα. Μα τίποτε πιο πολύ, τίποτε λιγότερο. Γιατί αυτό που έχουμε δε μοιάζει κι απ’ την αρχή δε θέλησε να μοιάσει με τίποτε προκαθορισμένο απ’ αυτά που ονομάζουν έτσι ή αλλιώς οι άνθρωποι.

Είναι κάτι αμιγώς δικό μας κι ως τέτοιο θα το ζήσω μέχρι όπου γιατί δεν εγκλωβίζεται ούτε εγκλωβίζει. Μα όποιος ισχυριστεί πως δεν είναι έντονο επειδή δε δέχεται προσδιορισμούς πλανάται. Ούτε οι αφηρημένες έννοιες προσδιορίζονται. Πώς να εξηγηθούν; Κανείς δε βρέθηκε να μπορεί να εξηγήσει τον έρωτα ή ακόμη και την αγάπη κι ας έχουν όνομα μόνο στα λεξικά. Ποιος θα τολμήσει όμως να πει πως τους λείπει η ένταση επειδή δεν εξηγούνται; Όσο πιο έντονο είναι ένα συναίσθημα τόσο πιο δύσκολο είναι να το περιορίσεις, να του δώσεις τίτλους κι ονόματα, να το φυλακίσεις στις συνήθειες των ανθρώπων.

Αυτό που υπάρχει ανάμεσά μας δε θα πάψει να είναι απωθημένο ακόμη και τώρα που κοντεύει να γίνει πραγματικότητα. Γιατί μοιάζει να χαλιναγωγείται από κάτι που το κάνει ανεξέλεγκτο την ίδια στιγμή. Μοιάζει να φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό. Μοιάζει να θέλει να μας ανατινάξει κι αποφεύγει τον εαυτό του θαρρείς και προτιμά να κοχλάζει αιωνίως μην τυχόν και χαθεί η υπερένταση μετά το μπαμ.

Δε θέλει να ρουτινιάσει μα θέλει να γνωρίσει όσο τίποτε στιγμές οικειότητας. Στιγμές που θα μας φέρουν πιο κοντά με μια τρυφερότητα αφημένη τόσο όσο ενώ μέσα μας θα γίνεται πανικός καθώς θα σ’ έχω αγκαλιά κι έπειτα πάλι θα λείπουμε η μία στην άλλη για κάμποσο. Σαν να ζούμε κάτι ανεκπλήρωτα εκπληρωμένο που μοιάζει ανολοκλήρωτο γιατί πάντα θα έχουμε άπειρα πράγματα να ζήσουμε μαζί χωρίς να πακετάρουμε αυτό το μαζί σε πνιγερά κουτάκια.

Όταν «χάνεσαι» θα σε σκέφτομαι μα δε θα σε κυνηγάω και θα μου λείπεις μα δε θα σε φυλακίζω. Κι όταν «χάνομαι» θα σκέφτεσαι πως ίσως λίγο να σου ‘χω λείψει κι όταν εμφανίζεσαι εγώ θα χαμογελάω και θα σου δείχνω πως μ’ έναν δικό μου τρόπο είμαι εδώ.

Δε με νοιάζει πώς το λένε μα θέλω να το ζήσω πιο πέρα κι απ’ όσο η φωτιά του μου επιτρέπει. Όλα προκύπτουν αβίαστα, όλα εξελίσσονται φυσικά κι αν κάτι είναι να γίνει θα γίνει, βοηθάει αν το θέλεις πολύ. Μου αρκεί που είσαι εδώ, ένα ελεύθερο εδώ που δεν επιτρέπει τη φθορά να μας μολύνει μα που θυμίζει ώρες-ώρες κάτι από σύνδρομο στέρησης, μεγαλώνει τη λαχτάρα σε βαθμό παράνοιας. Δεν είναι ότι συμβιβάζομαι. Έχω επιλέξει να μας αντέξω με τα περίεργά μας, τα κολλήματά μας, τις διαφορετικότητες και τις τραγικές ομοιότητές μας κι αν ακόμη αυτό το κάτι σταματήσει αύριο εγώ θα ξέρω πως άλλο παύση κι άλλο τέλος.

Τα δικά μας τέλη μοιάζουν με παύσεις. Κι όσο ψυχοφθόρα κι αν μπορώ να γίνω σαν άνθρωπος, άλλο τόσο μπορώ να σου αποδείξω ότι για σένα θα είμαι πάντα κάτι παραπάνω απ’ όσα πιστεύεις ότι ως τώρα έχεις μάθει για μένα. Πάντα κάτι παραπάνω θα υπάρχει να ζήσεις μαζί μου που μέχρι τώρα δεν τόλμησες. Κι όσο στα άκρα μου κι αν είσαι ικανή να με φέρεις εσύ άλλο τόσο θα επιλέγω να σε αντέχω κι ας μη σε αντέχω. Γιατί όταν δε σε αντέχω είμαι σαφώς καλύτερα απ’ τον να μην αντέχω επειδή μου λείπεις.

Βλέπεις όταν κοιταχτήκαμε για πρώτη φορά η μία πέτυχε την άλλη διάνα κι ας μην το παραδεχτούμε εμείς ποτέ.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη