Ο καιρός περνάει. Κι εσύ βασίστηκες στο ότι ο χρόνος, λένε, είναι ο καλύτερος γιατρός θέλοντας να πιστέψεις πως ισχύει. Ο χρόνος όμως δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα χαλάκι κάτω από το οποίο παραχώνουμε όπως-όπως ανολοκλήρωτες καταστάσεις, συναισθήματα, πένθη, κατάλοιπα κι απωθημένα. Πολλές φορές ακόμη και κομμάτια του ίδιου μας του εαυτού αφήνουμε να πάρει ο χρόνος θέλοντας να «ξεχάσουμε» κάποιες επιλογές ή ατολμίες μας με βάση τις οποίες προκλήθηκαν μη αναστρέψιμες και τετελεσμένες καταστάσεις. Νομίζοντας έτσι πως κάπως καταπραΰνονται κάποτε οι πληγές όσων αφήσαμε πίσω επειδή παύουν να επιπλέουν πια με θράσος στην επιφάνεια όπως τολμούσαν όταν ακόμη ήταν αρχή.

Σε τρώει η καθημερινότητα. Από ένα σημείο και μετά πείθεις τον εαυτό σου ότι έχεις προχωρήσει. Ότι άφησες πίσω για τα καλά εκείνον ή εκείνη που κάποτε σε έκανε να ξεπεράσεις κάθε δεδομένο σου μέσα απ’ όλα όσα ένιωσες τις στιγμές που για κλάσματα του δευτερολέπτου αφέθηκες και ζήσατε μαζί. Είναι θέμα επιβίωσης η νάρκωση των ψυχικών μας τραυμάτων, βλέπεις, κι ένα από αυτά για σένα είναι ο μεγαλύτερος ως τώρα έρωτάς σου που μόνος σου πρόδωσες θεωρώντας ευκολότερη τη φυγή.

Όσο κι αν ξεχνιέσαι και σε παίρνει η ροή της ζωής, μέσα σου το ξέρεις πως μια νύχτα είναι αρκετή. Μια νύχτα αρκεί για να ξυπνήσει μέσα απ’ τη δική σου αϋπνία κι η ανάμνηση του προσώπου ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Αυτού που στάθηκε ικανός να σε γνωρίσει με την άλλη σου πλευρά, την πιο ευάλωτη, την πιο συναισθηματική, την πιο ακραία, εκείνη που θέλησε να δώσει και να πάρει όσα εσύ για κανέναν άλλον δε θα τολμούσες να διακινδυνεύσεις ποτέ. Τις πιο ευάλωτές σου νύχτες ακόμη και μετά από καιρό θα σου έρχονται πάλι όλα στο μυαλό. Οι νύχτες δεν καμουφλάρονται, είναι ντόμπρες, θρασίμια κι αποδίδουν συνήθως τα ίσα σε καλυμμένα υποσυνείδητα. Είναι γυμνές, αφτιασίδωτες από αντιπερισπασμούς και γουστάρουν όσο τίποτε να σου τρίβουν στη μούρη τα κενά σου.

Όσος καιρός κι αν περάσει, λοιπόν, θα έρχονται νύχτες που θα θυμάσαι τα πάντα. Όσα προλάβατε να πείτε και να κάνετε μαζί, όσες ατμόσφαιρες δημιουργήσατε ανάμεσά σας ακόμη και με τα μη ειπωμένα σας, πώς τα βλέμματά σας ξεμπρόστιαζαν όσα φόβιζαν τις άτολμες λογικές σας, τα χαμόγελα που αυθόρμητα έσκαγαν στις άκρες των χειλιών σας κάθε που σας ξέφευγε μια όμορφη αλήθεια χωρίς να φοβάται μην εκτεθεί εκθέτοντας μαζί κι εσάς.

Θα θυμάσαι επίσης κι όλα εκείνα τα αμέτρητα που δεν έλεγες ποτέ όσο τον είχες ή την είχες απέναντί σου μα κατέκλυζαν το μυαλό σου κάθε φορά που χωριζόσασταν θαρρείς και στις απουσίες σας σου ήταν ευκολότερο να πεις αυτά που είχες νιώσει. Θα θυμάσαι τα πρωινά που δε μοιραστήκατε, τις παραλίγο νύχτες σας που μπορούσαν να αναπνεύσουν μα δεν τις άφησες, τις βόλτες που δεν πήγατε παρά μόνο νοερά, τις σιωπές που έκρυβαν τα εντονότερα «σε θέλω», κάποια «σε νοιάζομαι» που δεν ξεστόμισες ποτέ, μια οικειότητα-φάντασμα που παρέμεινε σκαλωμένη στο κεφάλι σου ίσα για να ανασταίνεται μέσα από εικόνες που ποτέ δεν πήραν σάρκα και οστά. Κι όλα αυτά μαζί θα σε στοιχειώνουν όπως καθετί που σκέπασε μα δε σκότωσε ο χρόνος.

Ξέρεις τι άλλο θα θυμάσαι; Πως σκότωσες εσύ με κάθε τρόπο ό,τι πιο πολύ θα ήθελες να ζήσεις αν το παραδεχόσουν, από φόβο μην πεθάνει κάποτε μόνο του και πληγωθείς. Πως σκότωσες ό,τι πιο έντονο σου πρόσφεραν οι συμπτώσεις που απαρτίζουν των ανθρώπων τις ζωές  -οι συμπτώσεις εκείνες οι οποίες τελικά είναι οι ίδιες μας οι ζωές- από φόβο μήπως χάσεις το πολύτιμο εγώ σου μέσα στο χάος που λέγεται συν-αίσθημα. Θα θυμάσαι πως χώρισες με το ζόρι δυο δρόμους που έκαναν σαφές όπως μπορούσαν ότι η μοίρα τους διασταύρωση τους ήθελε πηγαίνοντας κόντρα σε όλες τις δικές σου ενστάσεις. Μα εσύ πώς να διαχειριστείς διασταυρώσεις όταν δεν μπορείς ούτε τον εαυτό σου να κάνεις ζάφτι;

Θα θυμάσαι τέλος όσες ευκαιρίες δεν άρπαξες για να νιώσεις πάνω σου με όλο σου το είναι το κορμί και την αύρα του ανθρώπου που όσο ήταν πλάι σου σ’ έπιανε πανικόβλητη άρνηση μην τυχόν και παραδεχτείς πως μέσα από τα μάτια του έμοιαζε λες και σου μιλούσε η ίδια η μοίρα. Θα θυμάσαι πόσο ερωτευμένος ήσουν ειδικά με την απουσία του μιας κι αυτή για σένα ήταν πάντα πιο safe κι όσα δεν παραδέχτηκες ποτέ ανοιχτά σ’ εκείνον μαζί της τα μοιράστηκες στα τέρματα.

Μετά από καιρό τις νύχτες θα θυμάσαι. Θα τα θυμάσαι όλα σαν ό,τι πιο μοιραίο εκτροχίασες αυθαίρετα όσο ξέθωρα κι αν φτάσουν κάποτε να μοιάζουν. Οι νύχτες δεν παραμυθιάζονται όπως εσύ. Τα πιο εκκωφαντικά χώρια απαιτούν να τα κάνουν μαζί κι αν δεν το πετύχουν γίνονται Ερινύες.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή