Αν έχει αναλυθεί ο έρωτας. Αν έχει τραγουδηθεί, αν έχουμε γράψει γι’ αυτόν τα μύρια όσα μα ανάθεμα και πάλι αν κατάφερε κανείς έστω και λίγο να ξεδιπλώσει όλες τις πτυχές του. Δεν είναι ο έρωτας συναίσθημα ασφαλές. Δεν είναι στα καλά του ο ερωτευμένος κι ας νιώθει καλύτερα από ποτέ ή έστω γεμάτος ακόμη κι όταν πονάει από ανεκπλήρωτο πόθο.

Τα πρόσωπα του έρωτα, όμως, είναι πολλά και δεν είναι όλα όμορφα. Είναι κι εγωιστής ως γνωστόν, είναι και κάπως κτητικός ενίοτε, είναι ίσως λόγω αυτού και ζηλιάρης. Κοινός παρονομαστής σε όλα του τα χαρακτηριστικά όμως είναι ένας: Το πάθος.

Μέσα σε όλα όμως, ξέρεις, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και λιγάκι υποκριτής. Υποκριτής γιατί στις αρχές ξυπνάει έναν άλλον εαυτό σου αφιονισμένο που όσο τίποτε αναζητά έναν άλλον άνθρωπο και για πάρτη του θα σε έβαζε να περάσεις επιτυχώς τις μεγαλύτερες δοκιμασίες ώσπου να τον κερδίσεις. Κι έπειτα; Αφού τον κερδίσεις τι γίνεται; Δεν είναι λίγες οι φορές που σταδιακά σαν τα παιδάκια τα οποία χάνουν το ενδιαφέρον τους για ένα κάποτε καινούργιο παιχνίδι, ο ερωτευμένος πέφτει στην παγίδα της συνήθειας και της σιγουριάς.

Έτσι, κάποιοι από εμάς –όσοι δεν πολυχωνεύουμε την «υποκρισία» αυτή του έρωτα– επιλέγουμε πηγαίνοντας κόντρα στον χρόνο να παραμένουμε απωθημένα ώστε να μη μετατραπούμε σε δεδομένα. Έχουμε κάτι απ’ την αβεβαιότητα του αέρα σε ό,τι αφορά τα ερωτικά μας και δυστυχώς συνήθως την κάνουμε με ελαφρά προτού η καψούρα γίνει μακροχρόνια σχέση. Δεν ξέρω αν αυτό ονομάζεται στρατηγική, κάποιου είδους τακτική ή κόμπλεξ άλυτο όπως πολλά άλλα. Ό,τι κι αν είναι, όμως, ενέχει έναν κίνδυνο.

Όσο κι αν μας αρέσει, όσο κι αν φτιαχνόμαστε στην ιδέα ότι για πολλούς εκεί έξω παραμείναμε ανολοκλήρωτο όνειρο, έχοντας επιλέξει να παίζουμε ουσιαστικά με τα συναισθήματα των ανθρώπων, άνετα θα μπορούσαμε κάποια στιγμή να πέσουμε στην ίδια μας την παγίδα. Και συμβαίνει.

Είναι αυτό που λέμε μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη. Την τρίτη έρχεται η θεία δίκη να καταστήσει ανεπανόρθωτα καψούρηδες εμάς με τα μάτια κάποιου ή κάποιας και κάπως έτσι αποκαθίσταται η αν-ισορροπία του υποκριτή έρωτα. Καλούμαστε τότε να πάρουμε μια απόφαση. Αν μαζί μ’ εκείνον θα πληγώσουμε φεύγοντας κι εμάς ή αν θα μείνουμε να δούμε τον έρωτά μας να περνάει με τον καιρό από κάθε στάδιο που μας ξενερώνει και μας πληγώνει εξίσου μακροπρόθεσμα.

Όσοι επιλέγουμε τον δρόμο της φυγής πάνω στην ώρα που τα μέλια είναι ακόμη στο ζενίθ τους αποφεύγοντας να βιώσουμε μεθαύριο τη φθορά, έρχεται η στιγμή που την πατάμε ανεπανόρθωτα και φεύγοντας πονάμε βιώνοντας κι οι ίδιοι το ανεκπλήρωτο κι απωθημένο. Τότε είναι που η απόγνωση του ερωτευμένου μας οδηγεί στην παράνοια μιας και μαζοχιστικά οδηγούμαστε μόνοι μας στη δοκιμασία της απώλειας θαρρείς και αυτομαστιγωνόμαστε για κάτι.

Μας στοιχειώνει η σκέψη εκείνου που αφήνουμε πίσω προσπαθώντας μέσα μας να τον κρατήσουμε σαν φλόγα που πάντοτε θα καίει. Μας ζεματίζει η απουσία του καθώς επιλέγουμε να διαλύσουμε το ενδεχόμενο αυτός ο άνθρωπος να γίνει κάποτε για εμάς κομμάτι μιας ηλίθιας ρουτίνας. Μας τυραννάει νύχτα-μέρα η εικόνα του και μας τρώει κρυφά το μικρόβιο της δικής μας απόφασης. Ξέρουμε μέσα μας πως για κάτι τέτοια συναισθήματα θα έπρεπε οι άμυνές μας να πέφτουν. Ξέρουμε μέσα μας πως για την ανεπανάληπτη αυτή εμπειρία της τόσο παθιασμένης «υποκρισίας» δυο καψούρηδων θα έλεγε να τα παίξουμε όλα για όλα. Γιατί αν δε νιώσεις, αν δεν πέσεις με τα μούτρα, αν δεν τολμήσεις, δε ζεις.

Έλα, όμως, που είμαστε άνθρωποι των άκρων και μας τρομάζει η φθορά. Δειλούς θα μας πούνε κάποιοι. Ανασφαλείς θα χαρακτηριστούμε από πολλούς άλλους. Αλλοπρόσαλλους κι ανώριμους, μας ονομάζουν συχνά. Είμαστε, όμως, τόσο παθιασμένοι που ελάχιστοι εκεί έξω στέκονται ικανοί ν’ αντέξουν και ν’ ακολουθήσουν τους ρυθμούς μας σε μια σχέση εσαεί. Κι αυτό το γνωρίζουμε. Και μας πονάει. Γι’ αυτό φεύγουμε.

Φεύγουμε όσο η φωτιά στα μάτια του άλλου καίει ακόμη, φεύγουμε όσο η ψυχή του μας λέει ακόμη έρωτα, φεύγουμε ενώ καιγόμαστε πριν ξεθωριάσουμε εντελώς. Κι έτσι, όντας καψούρηδες μία στο τόσο κι εμείς, βιώνουμε τελικά από έρωτα κι εγωισμό την απόλυτη απελπισία του απωθημένου που εμείς επιλέξαμε να κρατήσουμε μέσα μας ως πληγή ανοιχτή για όσο.

Ίσως επειδή ξέρουμε τι θα ήμασταν εμείς ικανοί να δώσουμε σε μια σχέση αν οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο προβλέψιμοι μέσα στην καθημερινότητά τους. Ίσως επειδή ξέρουμε πόσο θα μας πλήγωνε η στιγμή που στα μάτια του έρωτά μας θα γινόμασταν πια κάτι σαν όλα τα υπόλοιπα. Ίσως επειδή η αγάπη σκέτη μας είναι αρκετή μόνο στις φιλίες και τις συγγενικές μας σχέσεις κι όχι στη σχέση μας.

Μην ψάχνεις να βρεις λογική. Αυτοκαταστροφή ίσως λέγεται. Όμως, μήπως κι η φθορά που επιτρέπουν τα ζευγάρια να γκρεμίσει τους όμορφους μύθους της αρχής τους δεν είναι αυτοκαταστροφή; Ο καθένας επιλέγει πώς θα καταστραφεί. Το θέμα είναι τελικά αν θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε τη φλόγα μας αναλλοίωτη χωρίς να θυσιάσουμε το «μαζί». Αλήθεια, γιατί να μην μπορούμε;

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη