Μια ζωή στο περίμενε. «Περίμενε», η πιο μισητή λέξη στον κόσμο. Δε συμφωνείτε; Εγώ κάθε φορά που την ακούω μου ανάβουν τα λαμπάκια. Πόσες αντιφάσεις πια σε αυτή τη ζωή; Εκεί που τρέχει γρήγορα και τρέχεις κι εσύ να την προλάβεις, σου πατάει απότομα φρένο.

Είναι εκείνες οι στιγμές, που η μοίρα παίζει μαζί σου σκληρά. Αυτή η άτιμη γηραιά κυρία με το κερί στο χέρι και το απόκρυφο παρουσιαστικό κινεί τα νήματα κι από εκεί που χάνεις το μέτρημα των ημερών, ξαφνικά τα δευτερόλεπτα σου φαίνονται ώρες και οι στιγμές αιώνας.

Φτάνει εκείνη η άτυχη στιγμή που το τηλέφωνο θα χτυπήσει και θα ακούσεις το χειρότερο σενάριο. Ήταν εκείνη η βροχερή νύχτα που ο Αλέξανδρος γυρνούσε εξαντλημένος στο σπίτι. Αποκαμωμένος από μια δύσκολη μέρα εργασίας, κάθεται στον καναπέ και κλείνει τα μάτια για δευτερόλεπτα να πάρει μια ανάσα. Τότε χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η κοπέλα του. Το σηκώνει μα αντί για τη φωνή της ακούει ένα βουητό κι ένα συριστικό ήχο, ύστερα ένα δυνατό κρότο κι ύστερα σιωπή.

Τον λούζει κρύος ιδρώτας. Η γραμμή κλείνει μα αυτός καλεί και ξανακαλεί. Κανείς δεν απαντά. Πανικός κι η καρδιά του κοντεύει να πεταχτεί έξω από το στήθος. Ξέρει πως η κοπέλα του ερχόταν να τον δει, άρα ήταν στο δρόμο. Κατάλαβε αμέσως τον κίνδυνο.

Τράκαρε το σίγουρο. Τι της συνέβη; Πού είναι; Ποιον να καλέσει να το πει. Οι σκέψεις κυλούν αλλά ο χρόνος είναι ποσό αντιστρόφως ανάλογο. Δεν περνά με τίποτα και περιμένει, περιμένει πάνω από το τηλέφωνο κάποιον να καλέσει. Περιμένει να ακούσει τη γνώριμη γλυκιά φωνή της. Προσεύχεται παντού σε όλους τους αγίους που ξέρει να μην της έχει συμβεί το πιο δυσάρεστο.

Όλη η ζωή τους, όσα έχουν ζήσει περνούν από μπροστά του. Μα τι θα γίνει, γιατί δε χτυπά το ρημαδιασμένο; Σηκώνεται, ξανακάθεται, φεύγει από το σπίτι, ξαναγυρίζει, καλεί τους δικούς της, το κλείνει, ξανακαλεί. Τίποτα δε γίνεται τίποτα.

Τα λεπτά κυλούν κι εκείνος δεν αντέχει να περιμένει. Τραβάει τα μαλλιά του, φωνάζει. Είναι τα χειρότερα λεπτά της ζωής του. Αυτή την αναμονή δε θα άντεχε ούτε μια στιγμή να την ξαναζούσε. Καλύτερα ας μάθει τώρα την αλήθεια όσο κι αν πονάει.

Στο πιο κάτω τετράγωνο μένει η Ελένη. Το δωμάτιό της σκοτεινό κι εκείνη παίζει με έναν φακό. Τον αναβοσβήνει νευρικά και κοιτάει αποσβολωμένη το ταβάνι. Κατά τόπους ρίχνει μια κλεφτή ματιά στο κινητό της. Τίποτα, κανένα μήνυμα, καμία κλήση.

Η Ελένη χώρισε πριν μια εβδομάδα με τον δικό της. Τσακώθηκαν άσχημα, ειπώθηκαν βαριές κουβέντες, η πόρτα βρόντηξε κι όλα έμειναν εκεί. Οι αναμνήσεις όσων έζησαν όσο ήταν μαζί ηχούν μέσα στο μυαλό της που κάποιες φορές κάνει αναλαμπές σαν το φακό και νομίζει ότι βλέπει οπτασίες. Όλοι οι τοίχοι γύρω της σαν σινεμά προβάλλουν την τελευταία σκηνή κι ύστερα το πρόσωπό του καθώς η πόρτα κλείνει.

Λυγμοί ανεβαίνουν από μέσα της και ξεσπάει, κλαίει. Χτυπιέται που αυτό το τηλέφωνο δε χτυπάει, να ακούσει τη φωνή του να της λέει «συγγνώμη». Να ακούσει ότι μετάνιωσε. Αναμένει μέρες τώρα, κλεισμένη μέσα στο σπίτι. Δε θέλει να δει και να ακούσει κανέναν. Περιμένει εκείνον να τη βγάλει από το βαθύ της σκοτάδι.

Το ίδιο και ο Λυκούργος. Περιμένει. Περιμένει τον γιο του να γυρίσει από τον πόλεμο στη Συρία. Πήγε να βοηθήσει τους πληγέντες ως Γιατρός Χωρίς Σύνορα αλλά εδώ και εβδομάδες ολόκληρες δεν έχει μήνυμα. Δεν ξέρει αν συνεχίζει να ζει ή αν έπαθε κάτι, αν είναι καλά στην υγεία του. Διαβάζει διαρκώς εφημερίδες, ακούει ειδήσεις, καλεί όποιον γνωστό έχει μήπως γνωρίζουν κάτι. Στωικά αναμένει. Βάζει το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια κι αναρωτιέται πόσο θα κρατήσει αυτό το μαρτύριο. Πόσο θα ήθελε να ανοίξει η πόρτα και να τον δει μπροστά του.

Σκληρή η αναμονή. Σε σκοτώνει. Σε καίει εσωτερικά. Είναι σαν δηλητήριο που επιφέρει αργό θάνατο. Καλύτερα να ξέρεις τώρα, σήμερα τι πρόκειται να συμβεί κι ας είναι δυσάρεστο παρά αυτό το γαμημένο περίμενε που σε κατασπαράζει.

Γιατί να περιμένεις για να δεις τις εξετάσεις σου και να ζεις μες στην αγωνία για την υγεία σου; Ας μάθεις άμεσα τι έχεις, γιατί να θέλουν να στο κρύψουν ή να σε κρατούν σε αναμονή;

Σίγουρα όλα θέλουν το χρόνο τους. Σίγουρα οι βιαστικές αποφάσεις είναι λανθασμένες κι οδηγούν σε ακρότητες που αργότερα θα μετανιώσεις αλλά αυτό απέχει μακράν από αυτήν την αβάσταχτη αναμονή όταν πρέπει να μάθεις κάτι για να καταφέρεις να κάνεις το επόμενο βήμα, να πας παρακάτω.

Δεν υπάρχει λόγος να παιδεύεσαι έτσι ψυχικά όταν μπορείς να ξέρεις. Το θέμα είναι πως δεν εξαρτώνται όλα από τις ανθρώπινες δυνάμεις. Κάποια πράγματα είναι έτσι κατασκευασμένα από τη φύση. Έτσι πρέπει να μάθεις να αντέχεις όταν ο σύντροφός σου λέει πως χρειάζεται χρόνο να λύσει θέματα με τον εαυτό του, πρέπει να περιμένεις όταν ο εργοδότης σου δεν έχει σήμερα να σε πληρώσει, όταν το τρένο αργεί κι εσύ βιάζεσαι να φτάσεις στον προορισμό σου, όταν ο καθηγητής σου λέει πως θέλει 2 εβδομάδες για να διορθώσει το διαγώνισμα και πάει λέγοντας.

Οφείλεις να κάνεις υπομονή και για τα πιο σοβαρά: όταν κάποιος είναι βαριά άρρωστος και πρέπει να του συμπαρασταθείς με το κουράγιο και την υπομονή σου. Εκεί εξάλλου θα αναδείξεις την αξία σου: στην υπομονή σου. Ακόμα κι αν εκείνος δεν τα καταφέρει τελικά.

Ο υπομονετικός άνθρωπος είναι και σοφός άνθρωπος κι όπως είπε κάποτε και ο Honore de Balzak «όλη η ανθρώπινη δύναμη αποτελείται από υπομονή και χρόνο.»

Σκέψου πως όσο περιμένεις κάτι, έστω και δυσάρεστο, μπορείς να κερδίσεις πολύτιμο χρόνο με τον εαυτό σου. Να επανεξετάσεις άλυτες πλευρές σου, να σε ψυχολογήσεις καλύτερα, να ανασκοπήσεις τα λάθη σου, να ξανασκεφτείς παλιές σου αποφάσεις, να κάνεις ενδιαφέροντα πράγματα που θα σε κάνουν να αισθανθείς καλύτερα.

Στην τελική το διάστημα που περιμένεις κάτι μπορεί να καταλήξει πιο χρήσιμο από όσο ποτέ φανταζόσουν. Κάνε μια προσπάθεια και μια συμβουλή: Κάνε υπομονή!

 

Συντάκτης: Κατερίνα Σκόνδρα