Ας μας το εξηγήσει πραγματικά. Να μας βάλει κάτω, μεταφορικά πάντα, να μας διδάξει εμάς τα αθώα πλην ανόητα στραβάδια, ποια είναι η μυστική συνταγή. Ειλικρινά ξεπερνάει τη λογική μου θέλεις, το μυαλό μου, το τούτο μου τέλος πάντων, πώς ακριβώς μπορείς να πηδιέσaι με κάποιον χωρίς να νιώθεις τίποτα.

Πείτε μου εσείς οι πεπειραμένοι, οι έτοιμοι, εσείς που το καταφέρνετε με τόση ευκολία. Κι όχι, δεν απευθύνομαι σε κάποιον γκόμενο που κάποτε κάτι έγινε κι εγώ κόλλησα, σας πρόλαβα. Παρατηρώ το φαινόμενο, ρε παιδιά, και για να είμαι και ειλικρινής, πάντα είχα αυτήν την τάση, να με ενδιαφέρουν τα πράγματα που βρίσκω ως επί το πλείστον, πλέον παράλογα.

Γιατί να σου πω κάτι, δες το και λίγο απλά. Πώς στο καλό γίνεται να έχεις βρεθεί γυμνός μπροστά, πάνω, κάτω, δεξιά κι αριστερά ενός ανθρώπου χωρίς να νιώθεις το παραμικρό. Δε σου λέω να τον έχεις ερωτευτεί παράφορα εντάξει, αυτό το αποδέχομαι, αλλά έστω μια αμηχανία;  Ένα τσουτσούριασμα, κάτι;

Δηλαδή όλοι εσείς που κραυγάζετε πως το ‘χετε το σεξ χωρίς συναίσθημα, αν ο άλλος πέθαινε, ρε φίλε, μπροστά σας, θα ήσασταν σε φάση: «Κουλ, ούτως ή αλλιώς είχα τελειώσει;»

Ξέρεις κάτι, θα το πω όπως είναι, δε θα κρυφτώ θα το ξεστομίσω. Πιστεύω ότι λέτε ένα μάτσο χοντρά κι ανασφαλή ψέματα. Ορίστε, το ‘πα, ρίξτε με στην πυρά της λογοκρισίας τώρα. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει αυτό το φαινόμενο στ’ αλήθεια. Πιστεύω πως κρύβει μια βαθιά κι άνευ προηγουμένου άρνηση, η οποία συγκεντρώνεται σε ένα και μόνο γεγονός στο τέλος. Κανένας μα κανένας, ακόμα κι αν το δεις ενστικτωδώς από πλευράς επιβίωσης, δε θέλει να πληγωθεί. Κανένας.

Και δεν υπάρχει πιο βέβαιος και εξακριβωμένος τρόπος για να φας τα μούτρα σου και να πληγωθείς, από το να αναπτύξεις συναισθηματική εμπλοκή με κάποιον. Κάποια στιγμή, κάτι θα γίνει, κάτι θα συμβεί που είτε θα αφορά προσδοκία, είτε φαντασία, είτε πολύ απλά μια σκληρή πραγματικότητα, που κάνει την καρδούλα σου να λυγίσει. Βγαίνει, λοιπόν, η άμυνα μπροστά και οδηγεί. Λοιπόν, μεγάλε, δε νιώθουμε τίποτα, είμαστε καλά, ένα κρεβάτι κι έξω απ’ την πόρτα.

Ναι, καλά θα πω εγώ. Αν δεν πω αυτό, θα πω αυτό που είπα και στην αρχή. Διδάξτε μας, παιδιά. Πώς γίνεται να μην πάει η σκέψη σου εκεί, να μην ανατριχιάσει το κορμί σου όταν το θυμάσαι, να μη νιώθεις έστω μια σύγχυση ή μια ξενέρα, αν απλά δεν πέτυχε και τόσο. Πώς στο διάολο γίνεται να έχεις υπάρξει μέσα σε κάποιον και να σου περνάει εντελώς αδιάφορος;

Νομίζω ότι στην τελική, απλά έχουμε μεταφράσει κάθε συναίσθημα σε ερμηνεία που αφορά τον έρωτα. Ότι δηλαδή αν δεν είσαι ερωτευμένος, δε νιώθεις τίποτα. Δηλαδή αυτόματα ακυρώνεται κάθε αμηχανία, άγχος, φόβος, απλή γνήσια κάβλ@, μέχρι κι ο ίδιος ο οργασμός, αν θεωρηθεί ότι πρόκειται για μια κατά το ήμισυ εγκεφαλική διαδικασία. Δεν το τρώω, ρε παιδιά.

Φοβόμαστε, το ξέρω, όλοι κι εγώ πρώτη απ’ όλους. Δεν είναι εύκολο να ανοίγεσαι σε πιθανότητες, να δίνεσαι χωρίς να ξέρεις εν τέλει τι θα σου μείνει, όταν δεν ξέρεις τι ακριβώς έχεις απέναντί σου. Ζόρι είναι και μάλιστα βαρύ. Μα το να βάζεις ένα «δεν» μπροστά στο «νιώθω», δεν ακυρώνει αυτόματα τη διαδικασία. Δεν είναι το συναίσθημα κονσέρβα να το κρατήσεις κλειδωμένο στην ντουλάπα για να μη χαλάσει. Είναι χύμα, ξεχειλίζει, έρχεται και φεύγει ανύποπτα και σε αφήνει μαλάκα να αναρωτιέσαι πώς στο καλό την πάτησες χωρίς να το πάρεις πρέφα.

Οπότε να σας πω κάτι; Μη μου πείτε τίποτα. Γιατί στην τελική το ξέρω πως το να την πατάς, το κάνει πάντα πιο ωραίο.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου