Από τότε που μας συντροφεύει η μνήμη μας, όσο στέκει γερή και δυνατή στο πλάι μας και μέχρι να τη χάσουμε για τα καλά, θα ‘χουμε να θυμόμαστε αρκετά. Τον πρώτο έρωτα, το πρώτο φιλί, την πρώτη μας επιτυχία, γενικώς όλα τα πρώτα. Ακόμα, στον ασκό του Αιόλου, που άπαξ και τον ανοίξουμε μας πήρε και μας σήκωσε, χώνουμε εκείνο το «Σ’ αγαπώ», τα «άσε μας, ρε μάνα» άντε και κάνα δυο «μου λείπεις» για τους αισθηματίες και τους ρομαντικούς. Χατίρια δε χαλάμε.

Όπως καταλαβαίνεις, η μνήμη σου έχει μεγάλο φορτίο να σηκώσει και καλό θα ήταν να προσπαθούμε να μην την επιβαρύνουμε με άχρηστες πληροφορίες και περιττούς λόγους. Παραείναι σημαντική για να καταλήξει να γίνει ο χαμάλης της ζωής κι ο άμοιρος κουβαλητής όσο εμείς βγάζουμε τα γούστα μας. Κρατάμε λίγα και καλά και τα φυλάμε ως κόρη οφθαλμού χωρίς πολλές κουβέντες.

Αφού, λοιπόν, ξεδιαλύναμε ολίγον τι το τοπίο, τραβήξαμε την κουρτίνα μπροστά απ’ τα μάτια μας και μπορούμε πλέον να δούμε καθαρά τι αξίζει να αναπολούμε και τι όχι χωρίς να αδικήσουμε και χωρίς να αδικηθούμε, μπορούμε να συγκινηθούμε άφοβα όσο περνάμε μπροστά από εκείνο το στενό με το μαγαζάκι στη γωνία. Βγάλε τα χαρτομάντιλα στη φόρα, πάρε θέση και φέρε νοητά στο νου σου το «πού» το «πότε» και το «με ποιους». Όσο κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις κι αναρωτιέσαι για τι πράγμα μιλάμε, επίτρεψε μας να φρεσκάρουμε λίγο τη μνήμη σου, την οποία, προφανώς, παραφόρτωσες.

Πριν καιρό, όσο ήσουν από εκείνα τα πιτσιρίκια που προσπαθούσαν διακαώς να κερδίσουν μια θέση στο κλαμπ «των μεγάλων» και να απολαμβάνουν τον καφέ τους χωρίς να μικροδείχνουν, ανακάλυψες εκείνο το μαγαζί που σου επέτρεπε έστω και για λίγο να βιώσεις αυτό που επιθυμούσες. Έμπαινες μέσα με ύφος «αγέρωχου νιάτου που τον έχουν φάει τα δεινά της ζωής» και παράγγελνες το ρόφημα με την καφεΐνη χωρίς ίχνος ντροπής και την αυτοπεποίθηση να ακουμπάει ταβάνι. Η πρώτη δοκιμασία στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία κι οι επόμενες μέρες σε βρήκαν με δυο-τρεις κολλητούς να βγαίνετε απ’ τη σχολική είσοδο και με καμάρι να λέτε «δεν πάμε για κάνα καφέ;». Να αγιάσει το στόμα σου.

Με τους υπόλοιπους πελάτες να στραβώνουν το στόμα και το βλοσυρό βλέμμα για την πιτσιρικαρία που κατέκλυσε το μαγαζί και δεν αφήνουν κανέναν να σταυρώσει κουβέντα σε ακτίνα μισού μέτρου, εκείνο το μαγαζί έγινε το δεύτερο σπίτι σας μετά το σχολείο, το φροντιστήριο, την απογευματινή σας βόλτα και τα Σαββατοκύριακα. Εκείνοι οι τέσσερις τοίχοι ήταν παρόντες στους εφηβικούς έρωτες, στα πρώτα τσιγάρα, στις λίγες στάλες αλκοόλ που επιχειρήσατε να κατεβάσετε και στην τελική σας βγήκαν ξινές. Εκείνο το ίδιο τραπέζι φιλοξένησε σχολικές εργασίες, τραπουλόχαρτα και μερικούς αδέξιους που φρόντιζαν κάθε φορά να κάνουν αισθητή την παρουσία τους χύνοντας κάτι κάνοντας για τ’ ανάθεμα τους γύρω.

Δεν υπήρχε λόγος να ήταν από εκείνα τα «ακριβά» μαγαζιά, έτσι κι αλλιώς η τσέπη σας δε σήκωνε και πολλά, για να μετατραπεί από ένα απλό καφέ, σε χώρο συνεστίασης όλων των ψυχολογικών που κουβαλούσατε στα εφηβικά σας χρόνια. Μερικές καρέκλες, ένα τραπέζι και δυο-τρεις καλοί άνθρωποι ήταν αρκετά για να το κάνεις σπίτι σου, να αισθανθείς το περιβάλλον τόσο οικείο ώστε να κάνεις την καλύτερη κατάθεση ψυχής σαν να μιλούσες σε οικογένεια.

Η εναλλαγή των εποχών δεν έφερε θεαματικές αλλαγές, τουλάχιστον όσο αναφερόμαστε σε αυτό το μαγαζί. Η είσοδός σας σηματοδοτούσε την τελετή έναρξης ενός τρίωρου γεμάτου από φωνές και πανηγύρια. Η σερβιτόρα δε χρειαζόταν πια να περάσει για παραγγελία -δύο καφέδες φίλτρου και δύο φυσικοί χυμοί, σωστά;- κι ο μαγαζάτορας σας χαιρετούσε με τα μικρά σας ονόματα απ’ την άλλη άκρη του μπαρ. Τόσα χρόνια που ξημεροβραδιαστήκατε να αναλύετε τα απίστευτα σε εκείνη την ίδια γωνιά σας έμαθαν κι οι τοίχοι. Οι τυπικότητες είχαν από καιρό μεταναστεύσει για άλλους τόπους κι οι άνθρωποι αυτού του κόσμου που ονομάσατε δεύτερο σπίτι σας, είχαν γίνει και δικοί σας.

Μεγαλώσατε, ορισμένοι σοβαρευτήκατε περισσότερο από άλλους, ο καιρός πέρασε κι ο καθείς στράφηκε προς ένα μονοπάτι δικό του όπως συμβαίνει άλλωστε με τους περισσότερους. Εσείς μπορεί να μη χαθήκατε, μπορεί να τηλεφωνιέστε πού και πού, μπορεί να κόψατε και τις καλημέρες, αλλά όσες φορές και να περάσετε από εκείνο το στενό του δρόμου, πάντα το κεφάλι σας θα γυρίσει και θα αγναντέψει για λίγο, αναπολώντας κάτι περασμένα μεγαλεία. Το μαγαζί τώρα στο τζάμι γράφει «Πωλείται» ή έχει γίνει συνεργείο αυτοκινήτων και το μόνο που θυμίζει τα χρόνια που χαράζατε στα τραπέζια τα ονόματα σας είναι η αύρα που έμεινε να περιμένει.

Με ταχύτητα φωτός απ’ το νου σας περνάνε όλοι εκείνοι οι καφέδες, τα ποτά, κάτι κρυφά τσιγάρα από τη μαμά και τον μπαμπά, τα γέλια κι οι χαρές που νότισαν τα ντουβάρια και τώρα ξερνάν τη μυρωδιά μεταφέροντάς σας στο τότε. Όσες φορές κι αν τα θυμηθείτε, όσο συχνά κι αν συζητάτε για εκείνο το μέρος σε κάτι μεταμεσονύχτιες κουβέντες, το συναίσθημα πάντοτε θα μένει το ίδιο, ανεξίτηλο, ακριβώς όπως το αφήσατε. Εκείνο το στενό στην άκρη του δρόμου όσο κι αν αλλάξει με τα χρόνια, για εσάς θα σηματοδοτεί μια ηλικία, μια περίοδο, μια φάση που εναποθέσατε κομμάτια δικά σας και γίνανε ένα με το χώμα που πατούσατε. Εκείνο το καφέ, όσο μικρό φάνταζε στο μάτι κι ανάξιο λόγου για τους περαστικούς, τόσο μεγάλο ήταν στα δικά σας μάτια, ένας θησαυρός ανεκτίμητης αξίας.

 

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη