Έχεις δει ποτέ εκείνα τα φώτα που τρεμοπαίζουν στο βάθος του σκοταδιού; Εκείνα που μαρτυρούν κρυφές ιστορίες και κρύβουν ανθρώπους και συναισθήματα; Τώρα που ανοίγει ο καιρός και το κρύο γίνεται γλυκό αεράκι που απλώς δροσίζει τα γυμνά σου μέρη, ανέβα ένα βράδυ σε μια από εκείνες τις γκρίζες ταράτσες και δώσε της χρώμα.

Νιώσε την κάβλα του ν’αφεθείς στα χάδια και να μπλεχτείς στο κορμί του ανθρώπου σου κάτω από τ’ αστέρια. Ανάμεσα σε κεραίες κι ηλιακούς, άφησε καυτές ανάσες να θολώσουν την ασχήμια και ταξίδεψε μέσα στα μάτια και στα λόγια.

Έτσι στα ξαφνικά άρπαξε μια κουβέρτα, ένα μπουκάλι κρασί, βάλε δυο τρυφερές νότες να στολίζουν τη σιωπή και γεύσου, απόλαυσε και κάνε το πεζό, δικό σου παραμύθι κλείνοντας πόθο και πάθος στη γύμνια σου, στη μέση του πουθενά. Άγνωστοι σε μια ταράτσα που γίνεται στρώμα να χωθείς κι ηδονικά να χαράξεις μονοπάτια μέσα στα σκοτεινά. Σκέπασε κραυγές και παραμέρισε τις ντροπές, απλώς τόλμησε κι αφέσου.

Η πόλη να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου σαν να είναι πίνακας κρεμασμένος στον αόρατο τοίχο που εσκεμμένα απόψε αποφασίσατε να γκρεμίσετε και να κρατήσετε μόνο το τοπίο. Απόψε που αποφασίσατε ν’ ανεβείτε στο πιο ψηλό σημείο, κερδίζοντας την αίσθηση πως απλώνοντας το χέρι θ’αγγίξεις ουρανό και θα δωρίσεις αστέρια. Απόψε που δυο σώματα απαλλαγμένα από ταμπού και καθωσπρεπισμούς, αφήνουν την ηδονή να στήνει γλέντι φωτισμένη από εκείνο το ξεχασμένο φεγγάρι.

Μην περιμένεις ν’ ακολουθήσεις την πεπατημένη, βγες από προγράμματα και συνήθειες της ρουτίνας σου και γράψε το δικό σου σενάριο, έτσι για τα γούστα. Δε χρειάζεται να περιμένεις τις παραλίες και τα δάση για να φιλοξενήσουν τη γύμνια σας και την απελευθέρωσή σας, δυο βήματα δικά σου είναι όλα κι όλα αυτά που θα σε οδηγήσουν σ’ έναν μικρό παράδεισο.

Σκέψου εκείνα τα απλωμένα ρούχα στα σκοινιά σαν διάφανα ιστία που τα κοπανάει το αεράκι κι άσε το θόρυβό τους να καλύψει τα βογγητά σας απ’ την ένωση των κορμιών σας εκεί στο πουθενά. Βυθίσου μέσα στη σάρκα του συντρόφου σου και σκεπάσου μόνο μ’ αυτή για να ζεσταθείς, λιώσε στο χάδι κάθε αντίσταση κι άμυνα, κάθε αναστολή και κάψε στην κάψα και στη δίψα σας κάθε δισταγμό, γιατί τίποτε δεν μπορεί να γίνει απόψε παραπάνω από εσάς.

Τίποτε δεν μπορεί να σας εξουσιάσει πέρα απ’ την τρελή επιθυμία να παραδοθείτε στο κύμα της κάβλας που ισοπεδώνει κάθε όρο κι όριο. Τίποτε δεν μπορεί να μπει εμπόδιο σ’ εκείνο το ταξίδι που γουστάρετε να κάνετε τούτο το βράδυ κι ας υπάρχει το ρίσκο να γίνετε θέαμα σε πιθανά περίεργα βλέμματα που σίγουρα ενδόμυχα θα επιθυμούσαν να σας ακολουθήσουν και να τολμήσουν να ζήσουν έστω και για λίγο αυτό που εσείς τολμήσατε.

Μα ποιος αλήθεια νοιάζεται όταν φτάνει στην απόλυτη κορύφωση με το ταίρι του για το πού βρίσκεται; Όταν φτάνεις απ’ το ζενίθ στο ναδίρ και το αντίστροφο μέσα από ένα σώμα που έρχεται να κουμπώσει με το δικό σου, νιώθεις να αιωρείσαι, δε νοιάζεσαι αν ξαπλώνεις σε καρφιά ή σε πούπουλα γιατί έτσι κι αλλιώς το σώμα σου δε σου ανήκει. Εκείνη την υπέρτατη στιγμή εσύ δωρίζεσαι σε δυο χέρια που παρακαλάς να μην πάψουν να σε κρατούν, γίνεσαι έρμαιο του «σε θέλω» και μαριονέτα στην επιθυμία της απόλυτης ικανοποίησης του κορμιού του.

Στήσε λοιπόν, για ένα βράδυ το σκηνικό σου εκεί σε μια ταράτσα της τσιμεντούπολης και μη φοβηθείς για το πώς θα χαρακτηριστείς. Ας σε κρίνουν οι δειλοί κι όσοι αρνούνται να υπακούσουν στις αναλαμπές της φαντασίας ή της φαντασίωσής τους.

Κάνε πραγματικότητα όσα φαντασιώνεσαι και ζήσε τα έτσι όπως και με όποιον θες χωρίς τροχονόμους και τροχοπέδες. Άλλωστε το μόνο που έχει νόημα και ουσία είναι η συγκατάθεση του ανθρώπου σου για να διαβείτε μαζί τις πύλες της απόλυτης ηδονής σε όποιο μέρος της γης κι αν οδηγηθείτε.

 

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη