Ένα απ’ τα πράγματα που μας κάνουν ευτυχέστερους και πληρέστερους, υπό οποιαδήποτε συνθήκη και μορφή είναι το φαγητό. Γλυκό, αλμυρό, καυτερό. Μας χαρίζει σε μπουκιές, την απόλαυση και την ολοκλήρωση. Η καλύτερη στιγμή της μέρας, θα έλεγα! Ειδικά όταν περιλαμβάνει τις αγαπημένες μας λιχουδιές, στις πιο απαγορευμένες, κατά τα άλλα και για τα μάτια του κόσμου, ώρες.

Να τσιμπάς, λίγο ή και πολύ, πριν κοιμηθείς ειδικά ή και κατά τη διάρκεια, ακόμα καλύτερα. Το φαγητό άλλωστε, παραμένει μια διαχρονική «αξία» που ποτέ δε σε απογοητεύει. Ποτέ δε θα μετανιώσεις μια νόστιμη εμπειρία, ούτε και θα την αρνηθείς, ανεξάρτητα αν πεινάς πολύ, λίγο ή και καθόλου- δεν έχει και πολύ σημασία. Τη ζεις κάθε φορά ξεχωριστά και την απολαμβάνεις κάθε φορά στο έπακρο.

Και αχ αυτή η ξαφνική πείνα, είναι και η χειρότερη. Σε πιάνει εκεί, στο πουθενά, και σου καθοδηγεί το μυαλό υπνοβατώντας σχεδόν, στο ψυγείο. Σε χτυπάει κυρίως τις βραδινές ώρες, αφού το φαγοπότι ολόκληρης της ημέρας δεν ήταν αρκετό. Γιατί μεταξύ μας, ποτέ δεν είναι αρκετό.

Και να ‘τες οι λιγούρες τις πιο άκυρες και άκαιρες ώρες. Εκείνες που κανονικά θα έπρεπε να κοιμάσαι ή να ξυπνάς, πάντως όχι να τρως. Όταν είσαι σπίτι και δε μπορείς να κοιμηθείς, όταν γυρνάς το ξημέρωμα και αποζητάς απεγνωσμένα φαί, μετά από το αλκοόλ. Όταν ξυπνάς λόγω λιγούρας και ύστερα κοιμάσαι σαν να μη συνέβη τίποτα και ποτέ!

Και δεν μπορείς να τις αποτρέψεις για κανένα λόγο, όσο και να θες. Είναι σαν να ξυπνάει όλο σου το είναι για αυτή τη μικρή στιγμή απόλαυσης και ύστερα να απενεργοποιείται αυτόματα. Και πόσο χειρότερο όταν συμβαίνει βραδινές ώρες. Όταν δεν έχεις ολόκληρη τη μέρα μπροστά σου, αυτή που θα σε αθωώσει ό,τι και αν λιγουρευτείς και φας. Αλλά όχι, το βράδυ όλα μοιάζουν απαγορευμένα και παχυντικά.

Και δεν πα’ να λιγουρευτείς και ένα απλό τοστ. Όταν αυτό συμβαίνει αργά το βράδυ, οι θερμίδες τους «αυξάνονται» μαζί με τις ενοχές μας. Και αν ξενυχτήσουμε, θα ξεφυλλίζουμε το μενού μέχρι να πείσουμε και τους γύρω μας να παραγγείλουν και αυτοί, γιατί όλοι πεινάνε και ας μην το ξέρουν! Απ’ αυτά τα μαγαζιά, τα καταραμένα, που είναι μόνιμα ανοιχτά και βρίσκονται στο μυαλό σου, σαν φωτεινή επιγραφή και υπενθυμίζουν την παρουσία τους σε κάθε στιγμή σου, οδηγώντας σε, αν μην τι άλλο, πάντα, στο φαγητό.  Σε αυτό που δε θα φας μόνο αν πεινάς, αλλά συνήθως γιατί λιγουρεύτηκες αυτή την πίτσα ή το σουφλέ που είχε ξεχαστεί στο ψυγείο ή ανακαλύφθηκε προσφάτως στον κατάλογο του αγαπημένου σου «καταραμένου» μαγαζιού.

Και όσο και να σε ζώνουν οι ενοχές, γιατί το πλάνο του καλοκαιρινού σου κορμιού θα ναυαγήσει, η μυρωδιά και η γεύση, θα σε ανταμείψουν με το παραπάνω. Γιατί στην πάλη κορμιού εναντίον φαγητού, πάντα ο νικητής είναι ένας. Και εγκαταλείπει τη μάχη χορτάτος.

Και όταν μιλάμε για λιγούρες γινόμαστε μικρά παιδιά! Γκρινιάζουμε μέχρι να φάμε αυτό που θέλουμε, αποζητάμε επίμονα γλυκό και ας μην μπορούμε να το έχουμε. Ή θέλουμε αυτό το διαφορετικό που θα ικανοποιήσει όλες τι αισθήσεις μας με τη μία. Και αλίμονο αν προσπαθήσουμε να κατανικήσουμε αυτή τη λιγούρα. Καθόμαστε μουτρωμένοι και κακόκεφοι, καταριώντας το γεγονός πως ό,τι νόστιμο θελήσουμε, είναι παχυντικό. Και πάμε για ύπνο μην μπορώντας να το βγάλουμε απ’ το μυαλό μας και αποζητώντας το. Αλλάζουμε κάμποσες φορές γνώμη, μα πάντα καταλήγουμε στην κοντινότερη επιλογή και εν τέλει να κάνουμε αυτό το οποίο δεν μπορεί να αντικαταστήσει κάνεις και τίποτα, να τρώμε.

Και μιλάμε για το φαγητό, σαν κάτι ιερό. Έτσι το αντιμετωπίζουμε, γιατί στην τελική έτσι του αξίζει κιόλας. Και ειδικά όταν τρώμε μια περασμένη ώρα, είναι όλα λίγο πιο νόστιμα. Γιατί η ακατανίκητη επιθυμία μας, έχει προσθέσει μια πινελιά γεύσης επιπλέον, σε ό,τι και αν γευτούμε.

Συντάκτης: Χριστίνα Καρυοφυλλίδου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή