Κάθεσαι στο γραφείο σου. Στοίβες χαρτιά γύρω σου. Χίλιες δουλειές που πρέπει να γίνουν. Καμία επιθυμία να κάνεις το οτιδήποτε. Δεν πειράζει. Δεν παθαίνεις τίποτα. Βυθίσου στη δουλειά. Μη σκέφτεσαι. Ωραίο το κολπάκι που σου δίδαξες με τα χρόνια. Μουσική παίζει κάπου στο παρασκήνιο. Ένα τραγούδι από εκείνα που λατρεύεις, αλλά δεν παλεύεις να ακούσεις τους στίχους. Κάτι να σου κρατά παρέα, μωρέ. Ας είναι· άλλωστε, άλλο κόλπο είναι κι αυτό.

Σκασμός, λοιπόν, και δούλευε.

Πολλά έκανες πάλι σήμερα. Ήταν παραγωγική μέρα. Δε σκέφτηκες ούτε στιγμή. Τουλάχιστον έτσι δε νιώθεις την ύπαρξή σου παντελώς άχρηστη. Αν δεν μπορείς να κάνεις αυτά που θες, αν δεν μπορείς να έχεις αυτά που θες, τουλάχιστον ας κάνεις κάτι δημιουργικό. Κάνε κάτι με τη ζωή σου, μη την αφήνεις έτσι να σε προσπερνά. Άφησε το στίγμα σου σε αυτό τον κόσμο. Κι ας μην καταφέρνεις να το αφήσεις σε έναν άνθρωπο. Εκείνον τον έναν που όλα θα τα άλλαζε. Αν υπήρχε.

Λογική και ρεαλισμός. Βάλε το υπενθύμιση και μην το ξεχνάς σε στιγμές αδυναμίας. Δεν είσαι για να ονειροβατείς, μεγάλωσες πια για τέτοια παιδιαρίσματα. Κράτα και τα χέρια σου απασχολημένα να μη γυρεύουν να ακουμπήσουν κάποιον δίπλα. Πείσε τον εαυτό σου ότι επιλέγεις να μην το κάνεις. Όχι ότι, αν αποφασίσεις κάποια στιγμή να απλώσεις το χέρι σου, δε θα βρεις τίποτα εκεί να αγγίξεις. Μην το κάνεις. Να μην καταλάβεις ότι όλα όσα ονειρεύεσαι, όλα όσα ποθείς είναι μόλις εκεί, στις άκρες των δακτύλων σου. Κι επιλογή σου που δεν τα φτάνεις. Τελείωσες, εξάλλου, εσύ με τα όνειρα, την ελπίδα, την αγάπη. Έτσι δεν είναι;

Έλα τώρα. Είσαι εσύ για τέτοια;

Το κλειδί σου επιτέλους βρίσκει την κλειδαριά της εξώπορτας μέσα στο σκοτάδι. Η ώρα περασμένη. Μεσάνυχτα και κάτι. Κι όμως, νωρίς μαζεύτηκες. Ήταν από κείνες τις μέρες. Ξέρεις, από αυτές που, και να μην είχες δουλειά για δέκα άτομα, δε θα σε χωρούσαν οι τέσσερις τοίχοι. Λείπει η ζεστασιά, λείπουν οι μυρωδιές, λείπει ο ήχος. Λείπει μια ακόμα παρουσία.

Το σπίτι κρύο μπαίνοντας, η θερμοκρασία μέσα δε διαφέρει και πολύ από αυτό που άφησες έξω. Είναι τόσο άδειο όσο εσύ, ζέχνει κλεισούρα κι η απόλυτη ησυχία γύρω σου είναι ικανή να σε φτάσει στην παράνοια. Ανάβεις καλοριφέρ, όπως και θερμοσίφωνα, μπας και ξεμουδιάσεις με ένα ζεστό μπάνιο, βάζεις κι εκείνο το θερμαινόμενο υπόστρωμα που σου έστειλε η μάνα σου, να είναι το κρεβάτι ζεστό όταν τελικά πέσεις να κοιμηθείς. Κάτι το καλοριφέρ που πήρε μπρος, κάτι το καυτό νερό που τρέχει στο σώμα σου, κάτι κι η μουσική που έβαλες να ακούσεις, ξεγελιέσαι. Ξεγελάς μια μοναξιά που επέλεξες.

Ναι, δεν παραπονιέσαι. Διάλεξες αυτή τη ζωή. Σου πάει. Γουστάρεις, πώς το λένε; Είσαι πολύ καλύτερα έτσι. Και εκείνα τα βράδια –λίγα ή πολλά, τι σημασία έχει;- που δεν παλεύονται, που δεν μπορείς άλλο, που ακροβατείς ανάμεσα σε λογική και τρέλα, βρίσκεις μια προσωρινή ανάπαυση απ’ την κόλασή σου σε όλο και κάποια αγκαλιά. Ευτυχώς, από εφήμερες παρουσίες, δεν έχεις παράπονο, βρίσκεις όταν χρειάζεται. Άδειες συνευρέσεις, ανούσιες, γεμίζουν στιγμές σε λειψά βράδια.

Δε βαριέσαι, μια νύχτα είναι, θα ξημερώσει. Το μόνο δεδομένο.

Η μάσκα σου έχει πέσει για απόψε και δεν μπαίνεις στον κόπο να ρίξεις δεύτερη ματιά στο παχνιασμένο γυαλί του καθρέπτη. Το χαμόγελο που όλοι λατρεύουν έχει πια εξαφανιστεί. Τα γέλια τους αντηχούν στα αφτιά σου, αλλά δε βρίσκεις τώρα τίποτα αστείο. Η ησυχία γύρω σου δημιουργεί ένα αχανές κενό. Κι εσύ στην άβυσσό του. Βυθίζεσαι σε ένα χάος δικής σου δημιουργίας. Κι αυτή η σιωπή πνίγεται μόνο όταν περιτριγυρίζεσαι από θόρυβο. Από φίλους που μιλάνε ακατάπαυστα, από το βουητό των αυτοκινήτων και της κίνησης στους δρόμους που αλωνίζεις, απ’ τη δυνατή μουσική στα καταγώγια που συχνάζεις. Αλλά είσαι μόνος τώρα. Πώς να πνίξεις τη δική σου φωνή, να μην την ακούς, να μη σου θυμίζει αυτά που δε θες να σκέφτεσαι;

Θα ήθελες να ελπίζεις. Αλλά δεν το επιτρέπεις στο εαυτό σου. Στημένη πάσα για απογοήτευση. Γιατί να βάζεις τον εαυτό σου σε τέτοια τριπάκια; Εξάλλου δε χρειάζεσαι συντροφιά. Δε χρειάζεσαι αγάπη. Μπελάς, μωρέ, πού να μπλέκεις; Δεν τα θες. Έτσι δεν είναι; Έλα τώρα. Αφού δεν κάνεις εσύ για αυτά.

Τραβάς πίσω τα σκεπάσματα και μπαίνεις στο άδειο σου κρεβάτι, άδειο μέχρι να απλώσεις το κορμί σου. Κανένα σώμα για να γυρίσεις και να πάρεις αγκαλιά, κανένα άρωμα να σε ζαλίσει, κανένα χέρι να σε αγγίξει. Κλείνεις τα μάτια σου. Έχεις εξορίσει ήδη τις σκέψεις σου. Κάνε ένα διάλειμμα.

Πέσε κοιμήσου τώρα. Αρκετά για μία μέρα. Αρκετά για μια ολόκληρη ζωή θα μπορούσε κανείς να πει. Κι αύριο μέρα είναι. Ξημερώνει σε λίγο. Και ξανά απ’ την αρχή όλα. Αυτή τη στιγμή, όμως, δεν υπάρχει πλέον στάλα δύναμης και θέλησης μέσα σου να συνεχίσεις τη φάρσα.

Έρχεται ο ύπνος εν τέλει, αλλά για κλάσματα δευτερολέπτου, πριν καλά-καλά βυθιστείς στο γλυκό τίποτα που προσφέρει, μια σκέψη σου περνά φευγαλέα απ’ το μυαλό. Μια σκέψη που ποτέ δε θα ξεστόμιζες, μια σκέψη στην οποία δε θα τολμούσες ποτέ να δώσεις πνοή λέγοντάς τη δυνατά, ώστε να μην υπάρξει μαρτυρία ότι έζησε ποτέ εκείνη η ελπίδα  -ότι ίσως κάποια στιγμή, ίσως κάπου, κάποιος να υπάρχει να έρθει να σου τα αλλάξει όλα. Ένας δειλός ψίθυρος, ακόμα και μέσα σου, η απορία.

Υπάρχει κανείς εκεί έξω;

Δεν το ξέρεις, αλλά κάποιος σε σκέφτεται απόψε.

Κάποια μέρα…

Επιστρέφεις σπίτι. Άργησες απόψε. Η πόρτα ξεκλείδωτη. Πάλι. Έλεος, μα πόσες φορές θα το πεις πια; Το σπίτι ζεστό, τέρμα τα καλοριφέρ κι απόψε. Κάτι μυρίζει απ’ τη κουζίνα -πρόλαβε και γλυκό να φτιάξει τελικά. Μουσική γεμίζει το δωμάτιο και μια φωνή στο βάθος σιγοτραγουδά ένα παλιό τραγούδι, χρόνια είχες να το ακούσεις. Τη βρίσκεις να κάθεται σε ένα γραφείο, πνιγμένη στη χαρτούρα.

Δουλεύεις, στοίβες χαρτιά γύρω σου, μια οθόνη μπροστά να φωτίζει το πρόσωπό σου και το δωμάτιο, οι σκέψεις σου τόσο χαμένες στο συνειρμό που δεν ακούς την πόρτα. Μια φωνή, σαν μουρμούρα στην αρχή, πιο δυνατή όσο σε πλησιάζει, λέει το όνομά σου. Πάλι ξέχασες να κλειδώσεις…

Την πλησιάζεις, φορώντας το πραγματικό σου χαμόγελο. Γιατί πλέον χαίρεσαι που γυρνάς, χαίρεσαι που κλείστηκες μέσα σε τέσσερις τοίχους. Γυρνά και σε βλέπει. Ένα χαμόγελο μόνο σου χαρίζει, ένα χαμόγελο μόνο για σένα, να φωτίσει λίγο πιο πολύ ένα σπίτι που πλέον δεν είναι σκοτεινό, να κάνει λίγο πιο ζεστό το βράδυ σου.

Σκύβει, σε φιλά και κάτι ψιθυρίζει για το τραγούδι που παίζει, τα χείλη του ακόμα πάνω στα δικά σου. Δεν μπορείς να μη γελάσεις. Άργησε, αλλά πού να κρατήσεις μούτρα; Αφού τώρα είναι εδώ. Και δεν έχεις τίποτα άλλο που να ζητάς.

Όταν επιτέλους πέσεις στο κρεβάτι, η ώρα είναι πια περασμένη. Μεσάνυχτα και κάτι. Ένα ζεστό κρεβάτι -για δύο. Τα χέρια σου βρίσκουν κάποιον όταν τα απλώνεις κι ανοίγει μια αγκαλιά για να σε κρατήσει. Το άρωμά της στο μαξιλάρι σου, το σώμα του δίπλα σου, οι αναπνοές σας, σαν μία, ένα νανούρισμα που φέρνει μια γεμάτη μέρα βόλτα και στο τέλος της. Μα τι γεμάτη μέρα λέμε; Γεμάτη ζωή.

Γιατί τώρα κάποιος υπάρχει. Κάποιος σε αναζητά, κάποιος σε περιμένει, σε κάποιον λείπεις. Κάποιος σε αγαπά. Πάντα ήλπιζες και πάντα το ήθελες. Κι όταν έρθει το ξημέρωμα, όλα θα είναι διαφορετικά. Κι ας είναι ίδια με χτες.

Έλα τώρα, μεταξύ μας, έκανες, κάνεις και παρακάνεις γι’ αυτά. Κι, έτσι απλά, πριν έρθει αυτό το γλυκό τίποτα του ύπνου, επιτέλους εκείνο το ερώτημα έχει απαντηθεί· κι ας μην το έκανες ποτέ στα αλήθεια. Πάρε μια βαθιά ανάσα και πάψε να αναρωτιέσαι.

Άντε, πέσε κοιμήσου τώρα. Κάποιος σε σκέφτεται απόψε. Και πια το ξέρεις.

 

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου