Σάββατο απόγευμα πέφτει τηλέφωνο απ’ τη μισή παρέα. Σχεδόν κάθε φορά η ίδια πρόταση: πάμε για ένα χαλαρό ποτάκι μωρέ, Σάββατο είναι, μη μείνουμε μέσα. Και κάθε φορά το ίδιο σκηνικό. Λίγο γκρινιάζω, λίγο βαριέμαι, αλλά στο τέλος ντύνομαι και βγαίνω. Τραβάτε με κι ας κλαίω, δηλαδή…

Μπαίνοντας στο συνηθισμένο στέκι, η διάθεση αλλάζει τσακ-μπαμ. Θες που ο μπάρμαν μας έχει μάθει πια και με το που μπαίνουμε έχουμε εξασφαλισμένη μια-δυο γύρες σφηνάκια, θες που ο κόσμος χορεύει και φλερτάρει, θες που η μουσική είναι πάντα του στιλ μας, γι’ αυτό εξάλλου έγινε και το στέκι μας… Δεν ξέρω τι φταίει, ίσως όλα αυτά μαζί.

Και ξεκινάει η βραδιά. Μεσάνυχτα έχει ήδη καταναλωθεί το πρώτο ποτό. Μέχρι εδώ, όλα καλά. Όλοι στην παρέα έχουμε όρεξη, κάνουμε αστεία, πειράζουμε ο ένας τον άλλον και κάπως έτσι περνάμε στα δεύτερα. Δεύτερο ποτό και ένα κερασμένο υποβρύχιο απ’ τον μπάρμαν και το κέφι έχει πια φουντώσει. Χορεύω, τραγουδάω δυνατά και δε με νοιάζει τίποτα. Ευτυχώς που με έπεισαν τα παιδιά να βγω μαζί τους.

Πάω στην μπάρα να πάρω το τρίτο ποτό. Σιγά που είναι πολλά τα τρία ποτά! Σάββατο είναι εξάλλου, θυμάσαι; Φυσικά και νιώθω πανέμορφη με αυτά που φοράω και φυσικά φλερτάρω και λίγο με τον μπάρμαν όταν του ζητάω να ξαναγεμίσει το ποτήρι μου. Πριν το γεμίσει για τρίτη φορά, με κερνάει και ένα σφηνάκι. Τρεις η ώρα…

Εκεί κατά τις τρεις, σε θυμάμαι. Κάνεις την εμφάνισή σου σταδιακά. Στην αρχή, οι στίχοι απ’ τα καψουροτράγουδα μου φέρνουν στο μυαλό εσένα. Είναι κι η ώρα τέτοια, βλέπεις, που δεν μπορώ να τα αποφύγω. Τραγουδάω κι εγώ δυνατά, μαζί με όλους τους άλλους, μόνο που τώρα δεν είμαι και τόσο χαρούμενη γιατί κάθε λέξη μου θυμίζει εσένα. Δεν πειράζει, θα βγάλω ένα στόρι με τα παιδιά, να τραγουδάμε όλοι μαζί με φάτσες κόκκινες και χαζοχαρούμενες απ’ το ποτό και το χορό. Γιατί αν βγάλω στόρι, δεν μπορεί, θα το πιστέψω κι εγώ η ίδια ότι περνάω καλά.

Ακολουθούν κι άλλα ποτά, κι άλλα σφηνάκια, αλλά πια δεν ξέρω τον αριθμό ούτε την ώρα. Τώρα το μόνο που σκέφτομαι είσαι εσύ. Παίζει και το αγαπημένο σου τραγούδι τώρα. Πάλι στόρι, μόνο που αυτή τη φορά σκέφτομαι να στο στείλω κιόλας. Δεν το κάνω, απλώς το ανεβάζω κι εύχομαι να το δεις και να πιάσεις το υπονοούμενο. Η διάθεση έχει χαλάσει πλέον και κοιτάω το ρολόι γιατί δε βλέπω την ώρα να φύγουμε. Θέλω να πάω σπίτι. Σου.

Ντάξει, το παραδέχομαι, μου λείπεις. Όχι όπως παλιά, αλλά και πάλι… Κάτι τέτοιες φορές, που βγαίνουμε, πίνουμε και προσποιούμαστε τους ευτυχισμένους, έρχεσαι στο μυαλό μου. Πόσο ανούσια είναι όλα αυτά. Δήθεν ζωάρα, δήθεν ποτάρες, δήθεν διασκέδαση. Ξέρω πολύ καλά ότι θα προτιμούσα να είμαι στο σαλόνι σου, με εσένα αγκαλιά, να βλέπουμε ταινίες και να παραγγέλνουμε κρέπες στις 4 παρά, όταν οι άλλοι θα είναι στο έβδομο ποτό και θα περνάνε δήθεν γαμάτα.

Κάθε φορά που βγαίνω για να περάσω καλά, το αλκοόλ μου θυμίζει στο τέλος πόσο χάλια περνάω χωρίς εσένα. Μου θυμίζει ποιες είναι οι στιγμές που πραγματικά αξίζουν. Κι αυτές είναι οι στιγμές που είσαι νηφάλιος, σε μια ζεστή αγκαλιά κι όχι οι στιγμές που βγάζεις στόρι και σαλιαρίζεις με κάθε άγνωστο, τύφλα στο ποτό, προσπαθώντας να αποδείξεις στους άλλους, αλλά και σε εσένα, ότι όλα πια είναι μέλι-γάλα και κάνεις την απίστευτη ζωή.

Γυρνάω τελικά σπίτι, ακόμα πιο κενή απ΄ ό,τι βγήκα. Το αλκοόλ την έκανε τη δουλειά του. Με ανέβασε στον έβδομο ουρανό και τη στιγμή που ένιωθα πως όλα είναι τέλεια κι ο κόσμος μου ανήκει, φρόντισε να μου δώσει μια γερή σφαλιάρα για να μου θυμίσει ότι προσποιούμαι.

Αφού το αλκοόλ όλα τα ξέρει, δεν μπορείς να του κρυφτείς. Δάσκαλος καλός, αλλά εγώ ακόμα δεν έχω μάθει το μάθημά μου. Τουλάχιστον δε μαρτυράει κι έτσι την επόμενη φορά που θα μου προτείνει έξοδο η παρέα, θα μπορέσω πάλι να βγω χωρίς κανείς να ξέρει τι πόλεμος θα γίνεται στο κεφάλι μου όταν γυρίσω σπίτι.

Με τούτα και με κείνα, πήγε 6 παρά. Πάλι θα κοιμηθώ τρεις ώρες. Πάλι θα σε δω στον ύπνο μου. Ίσως φταίει το αλκοόλ. Ίσως φταίω εγώ, ίσως φταις κι εσύ…

 

Συντάκτης: Ελένη Κυδωνιάτη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη