Πάνε και μπλέκουν οι «δεν ξέρω τι θέλω» με τους «ξέρω ακριβώς τι θέλω» και στο τέλος μετράμε απώλειες, θρηνούμε θύματα.  Το «έχω μια ιδέα, στο περίπου, του τι θέλω, αλλά δεν του έχω δώσει ακόμη οριστική μορφή στο μυαλό μου και γενικά το ψάχνω ακόμα» που ενδέχεται να πρεσβεύει ο ένας εκ των δύο εμπλεκόμενων μιας σχέσης, μπορεί να αποβεί καταστροφικό για τον δεύτερο, που έχει σχεδιάσει ολόκληρο λεπτομερές πλάνο του τι ακριβώς ψάχνει, πώς θα το βρει, πώς θα το κατακτήσει, ακόμη και πώς θα διαχειριστεί τη μετέπειτα πραγματικότητα με αυτό μέσα.

Τι κρύβεται πίσω απ’ το περιβόητο «δεν ξέρω» όμως; Το θύμα, αν είναι πράγματι θύμα, χάνει όντως χρόνο; Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να μην ξέρει τι είναι αυτό που ζητά από μια σχέση, τι είναι αυτό που επιθυμεί να λάβει και γιατί ο τελευταίος (εφόσον υποτίθεται πως ξέρει τι θέλει) μένει με ένα τέτοιο πρόσωπο που συνεχώς σημειώνει πισωγυρίσματα, αποσπώντας τον εν τέλει από αυτό που γνωρίζει με τόση σιγουριά πως επιθυμεί;

Απ’ τη μια πλευρά της μάχης, η πρώτη κατηγορία, η προσωπικότητα του κακού θύτη που παραμυθιάζει με μισές αλήθειες το κοινώς αθώο, ανυποψίαστο θύμα της δεύτερης κατηγορίας. Ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται στ’ αλήθεια αντιμέτωπος με το μείζον δίλημμα «θέλω-δε θέλω»; Η χωρίς ωραιοποιήσεις κυνική πραγματικότητα θα υποστήριζε την αρνητική απάντηση. Ακόμη κι αν αυτό το πρόσωπο δε μας έχει γνωστοποιήσει ακόμη τις αποφάσεις του  ή ακόμη κι αν δεν έχει ξεκαθαρίσει τις επιθυμίες του ούτε στον ίδιο του τον εαυτό, το υποσυνείδητό του γνωρίζει τι αληθινά τον έλκει.

Το ότι αργεί να ανακοινώσει την απόφασή του είναι στοιχείο εσωτερικής μάχης ανάμεσα στο συναίσθημα και τη λογική. Είναι η ζυγαριά που τη μια κλίνει προς την πλευρά του τι θέλει ενώ κατόπιν, απροσδόκητα, γέρνει προς την πλευρά του τι γνωρίζει. Για να ακριβολογούμε, το κύριο ζήτημα του ανθρώπου που αμφιταλαντεύεται σε αυτό το βαθμό δεν είναι η συνειδητοποίηση του τι θέλει ή η λήψη μιας απόφασης σε περιορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά το αν πράγματι έστω και μία απ’ τις επιλογές που βρίσκονται διαθέσιμες στο τραπέζι είναι ποθητή.

Το «δεν ξέρω τι θέλω» αποτελεί ένα άλλοθι για να παρατείνουμε χρονικά τη σύσκεψη με τον εαυτό μας, ώστε να αποδιώξουμε το σπόρο της αμφιβολίας και να επιλέξουμε τελικά αυτό που θα μας φέρει πιο κοντά στις προσδοκίες μας! Είναι η καθυστέρηση, για λίγο ακόμη, του ζυγίσματος των θετικών και των αρνητικών της κάθε πιθανής επιλογής μας, για να κερδίσουμε λίγο χρόνο, στον οποίο ελπίζουμε να κατασταλάξουμε σε μια απόφαση που θα μας ικανοποιεί.

Εν πάση περιπτώσει, ό,τι κι αν επιλέξουμε, ο τελικός απολογισμός μας θα μαρτυρά πως κερδίσαμε και χάσαμε ταυτόχρονα. Κερδίσαμε τα θετικά στοιχεία της επιλογής μας και χάσαμε, οικειοθελώς, τα θετικά στοιχεία όλων των άλλων διαθέσιμων επιλογών που απορρίψαμε.

Τι γίνεται όμως με το «θύμα» της υπόθεσης; Κάθε φορά που ένας άνθρωπος αισθάνεται, σε βαθμό πόνου, την αδιαφορία του προσώπου που τον ενδιαφέρει, όταν το πρόσωπο αυτό του αποδεικνύει περίτρανα πόσο εύκολο του είναι να νιώσει την ευτυχία μακριά του, πόσο αχρείαστη και καθόλου απαραίτητη του είναι η παρουσία του και παρ’ όλα αυτά ο άνθρωπος αυτός επιλέγει να μείνει, είναι πράγματι θύμα; Κι αν ναι, τι είδους; Συναινετικό;

Η απουσία ξεκάθαρης απάντησης είναι από μόνη της μια ξεκάθαρη απάντηση. Όταν ο απέναντί σου σού γνωστοποιεί μέσω της συμπεριφοράς του με κάθε δυνατό τρόπο πως είσαι γι’ αυτόν μια ευκαιριακή λύση ανάγκης, μια επιλογή που δεν καλύπτει πλήρως τις επιθυμίες του, αλλά ούτε και ταράζει τόσο την εύθραυστη, βολεμένη, ισορροπία του ώστε να σε διώξει, θεωρείς τον εαυτό σου θύμα;

Επιδιώκεις οικειοθελώς μια σχέση με κάποιον που σε αντιμετωπίζει ως μια παροδική κι απεγνωσμένη προσπάθεια κάλυψης του εσωτερικού κενού του, της μοναξιάς και των άδειων του νυχτών ή απλά ως μια συγκυριακή ευκολία που μοιράζει το βάρος της καθημερινότητάς του και γίνεσαι, με την έγκρισή σου, πρόθυμο υποχείριο της αναποφασιστικότητας και της αβεβαιότητάς του.

Ειλικρινά, δε σου αξίζει αυτή η μετριότητα, η χλιαρή αντιμετώπιση. Υπάρχουν εκεί έξω προσωπικότητες που ξοδεύουν χρόνο κι ενέργεια αναζητώντας ακριβώς αυτό που είσαι. Ο άνθρωπος που λες πως σε παιδεύει, αν επιθυμεί, μπορεί δικαιωματικά να αποφασίσει ότι δε θα διαλέξει κάποια απ’ τις διαθέσιμες επιλογές, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεσαι εσύ, δε θα συμβιβαστεί και θα παραμείνει ελεύθερος να εκτελέσει το χρέος προς τον εαυτό του, να βρει τη δική του ευτυχία, ακόμη κι αν αυτό σε ταλαιπωρεί.

Ο χρόνος σου, λοιπόν, αν συγκαταλέγεις τον εαυτό σου στη λίστα με τα θύματα, δε σπαταλάται. Εσύ συνειδητά επιλέγεις, βασίζοντας την πορεία σου σε αποφάσεις τρίτων, να τον ξοδέψεις σε μια αναμονή που εν τέλει μπορεί και να μην καταλήξει στην πραγματοποίηση της ελπίδας σου. Βρίσκεις το δράμα της αναμονής τόσο εθιστικό και κινηματογραφικό που επιλέγεις να εθελοτυφλείς, παραμένοντας αδαής μπροστά στην ξεκάθαρη απάντηση που ο εγωισμός σου δεν έχει το κουράγιο να αντικρίσει και να αποδεχτεί: δε σε θέλει!

Αν σε ήθελε δε θα βρισκόταν σε δίλημμα, δε θα ήθελε χρόνο κι εσύ δε θα χρειαζόταν να μαδάς μαργαρίτες αναζητώντας μια απάντηση. Δεν είσαι θύμα λοιπόν.  Χρειάζεσαι απλά μια επανεστίαση προτεραιοτήτων. Αντί να παρακαλάς, προστάτευσε την αξιοπρέπειά σου χωρίς να στριμωχτείς στη ζωή κανενός.  Εξάλλου και για σένα, πόσο τρομερή κατάντια θα ήταν στ’ αλήθεια να ξοδεύεις τη ζωή σου ξαπλώνοντας τις νύχτες δίπλα σε έναν άνθρωπο που δεν είναι ο μεγαλύτερος θαυμαστής σου;

 

Συντάκτης: Σπυριδούλα Κακαβά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη