Σε βλέπω να κάθεσαι απέναντι. Το πρόσωπό σου έχει μια λάμψη από χαρά. Φαίνεται πως έχεις έρθει με τις καλύτερες προθέσεις. Μια απρόσμενη συνάντηση, όχι ευχάριστη για μένα. Σε κοιτώ και παράλληλα ψάχνω στα σενάρια του μυαλού μου τον λόγο που βρίσκεσαι μπροστά μου. Συνεχίζω να κλειδώσω και να φύγω. Με ακολουθείς, με πλησιάζεις και μου μιλάς.

Σταματώ να σε κοιτάξω, αργώ να σου μιλήσω. Δεν έχω κάτι να σου πω, δεν έχω να εκφράσω το οτιδήποτε. Με ρωτάς ξανά γιατί είμαι αρνητική. Σου απαντώ πως δεν είναι άρνηση αυτό που με διακατέχει. Είναι ότι μου είσαι αδιάφορος και δε θέλω να ασχοληθώ. Θέλω να φύγω και με καθυστερείς.

Παραμένω να σε κοιτώ κι απορώ με το θράσος σου. Τι θλιβερό που σου έλειπε αυτό το συναίσθημα πριν χρόνια. Τι κρίμα που για αρκετό καιρό περίμενα μία σου κίνηση. Τώρα που, βέβαια, είναι αργά, εσύ θέλεις να με μεταπείσεις. Τώρα που εσύ έχεις την εντύπωση ότι με το μαγικό ραβδάκι θα επαναφέρεις συναισθήματα και στιγμές.

Έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, θαρρείς πως τελικά όλα περνάνε απ’ το χέρι σου. Είσαι βέβαιος, γιατί με ήξερες σαν μια πλαστελίνη. Ποτέ δεν υπήρξα αντιδραστική μαζί σου, ποτέ δε θέλησα να φύγω από σένα. Πότε δε πίστεψα σε ένα αύριο χωρίς εσένα. Αυτό είναι που σου δίνει σιγουριά μετά από τόσα χρόνια.

Ίσως γιατί δεν αγαπήθηκες ξανά με τη δύναμη που είχα και σου πρόσφερα. Είχα ξεπεράσει και την αγάπη μου για τον εαυτό μου. Τι λες τώρα; Δεν υπήρχα εγώ, μόνο εσύ. Το ήξερες πολύ καλά αυτό και γι’ αυτό είσαι τώρα εδώ μπροστά μου. Δεν έχω κάτι νέο να σου πω, δεν μπορώ να μετρήσω πόσες φορές σου έχω πει τον τελευταίο καιρό να φύγεις.

Δε σε αγγίζει ούτε το ότι είμαι ερωτευμένη. Δεν το χωράει ο νους σου, μετά από σένα να ερωτευθώ κάποιον άλλον. Είναι γεγονός πως αυτός είναι ο επόμενος, μετά από σένα. Ίσως μετά από πολλά χρόνια, ένιωσα τη σκουριασμένη μου καρδιά να χτυπάει. Ένιωσα χαρά, λύτρωση και ζωντάνια. Μπόρεσα κι ένιωσα ξανά.

Σε κοιτώ, δε θέλω να γίνω γραφική. Δε θέλω πάλι να θυμηθώ τις πληγές μου. Δεν μπορώ να αριθμήσω όλες εκείνες τις φορές που πέθανα για σένα. Δεν έχω την πολυτέλεια του χρόνου να ξεσκονίσω απ’ το μυαλό μου πράγματα κι εικόνες θλιβερές. Κλείνει εδώ το κεφάλαιο, που κάθε φορά προσπαθείς ν’ ανοίξεις.

Όσο με βλέπεις να υπάρχω, μάλλον θα υπάρχουν κι οι προσπάθειές σου. Σε αφήνω, δε σε κοιτάω πλέον. Γυρίζω την πλάτη για να φύγω και με δυο σου βήματα με συναντάς ξανά. Μπαίνεις με αποφασιστικότητα μπροστά μου και κλείνεις τον δρόμο.

Δε θέλω να σηκώσω το βλέμμα μου. Βαρέθηκα να λέμε τα ίδια και τα ίδια. Περιμένω να μιλήσεις. Να μου πεις το παραμύθι σου. Αυτό που μου πουλάς, αλλά δεν αγοράζω πια. Άσ’ το να πέσει κάτω. Εδώ στο ένα τετραγωνικό της πλάκας του πεζοδρομίου. Είναι ένα σημείο κι αυτό για ένα περαστικό συναίσθημα. Μετανιωμένο, αργοπορημένο και με ένα βαρύ φορτίο να θυμίζει ένα παρελθόν με πεθαμένες ελπίδες.

Ακούγεται το «σ’ αγαπώ». Δε μου προκαλεί τίποτα. Αναδρομή στα περασμένα, στα γενέθλιά σου. Τότε που σε ήξερα μήνες, ήσουν μακριά. Μες στο συναίσθημα, μέσα στην τρελή χαρά για σένα. Ερωτευμένη, να αναμένω, να προσδοκώ, να ελπίζω και να ονειρεύομαι εσένα, εμάς. Τότε που σου είπα πρώτη φορά πώς νιώθω. Στο πρώτο δικό μου «σ’ αγαπώ». Θυμάμαι καθαρά τη δική σου απάντηση: «Μάλλον δε θα ‘πρεπε». Πόνεσε, ήταν το πρώτο χαστούκι που μου χάρισες και μετά ακολούθησαν κι άλλα.

Σήκωσα το κεφάλι και σε κοίταξα. Mε βεβαιότητα σου απαντάω: «Μάλλον δε θα ‘πρεπε». Έφυγα με χαμόγελο. Τι ειρωνεία και τι ικανοποίηση να σου δίνεται η ευκαιρία να επιστρέψεις τα ειπωμένα λόγια στον παραλήπτη του. Ευχαριστώ, ελπίζω να μη σε ξαναδώ!

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη