Όλη την ημέρα οι υποχρεώσεις με κρατάνε μακριά σου, μα είσαι πάντα στη σκέψη μου. Τι θα φας στο σχολείο, τι θα πιεις, με ποια παιδιά θα παίξεις. Τρέμει η καρδιά μου μη σε στεναχωρήσουν και δεν είμαι εκεί να σου δώσω το χαμόγελό μου να σε ηρεμήσει. Σε σκέφτομαι συνέχεια και με τη γλυκιά σου ύπαρξη, ξεκινάω τη δική μου μέρα. Κάνω όλα αυτά που πρέπει και χρειάζεται για να έχουμε μια όμορφη ζωή μαζί. Επενδύω στο μέλλον μας. Το χαμόγελό σου, αυτό το παιδικό με τα στραβά δόντια, με γεμίζει. Το θυμάμαι συνέχεια, είναι ο πρωταγωνιστής στις σκέψεις μου.

Όταν ακούω τη φωνή σου, αναρωτιέμαι ποιος άγγελος μου μιλάει. Ίσως να είμαι μαμά «κουκουβάγια», αλλά είμαι κι αυτή που σου έδωσε ζωή. Είσαι δικό μου δημιούργημα. Είμαι ευτυχισμένη που σε βλέπω να μην έχεις έννοιες και στεναχώριες. Δεν υπάρχει κανένα άγχος, καμιά σκοτούρα για όλα αυτά που σκεφτόμαστε εμείς οι μεγάλοι. Η δική σου στεναχώρια, μωρό μου, είναι πόσες παιδικές ταινίες θα δεις και πότε θα πάμε βόλτα στο κατάστημα με τα παιχνίδια. Αχ, παιδάκι μου γλυκό, πόσο σε αγαπάω.

Πόσο λατρεύω τις σκανταλιές σου, που κάθε φορά διαπιστώνω ότι το σαμπουάν μου τελείωσε. Έκπληκτη λούζομαι κάθε φορά με το δικό σου, το παιδικό. Νευριάζω, αλλά μόνο στιγμιαία. Πόσες φορές έχω ανακαλύψει δικά σου αντικείμενα στην τσάντα μου. Σε ένα σοβαρό επαγγελματικό ραντεβού, έπιασα με τυφλά μάτια την τσάντα για να βγάλω την ατζέντα μου και τελικά έβγαλα μια πάνα. Όλοι γέλασαν, αλλά η ατζέντα μου δεν υπήρχε. Τη βρήκα μετά από μέρες στην κούτα με τα παιχνίδια σου. Είχες κάνει ανταλλαγή πραγμάτων. Πόσο γλυκό, αθώο και παιχνιδιάρικο ήταν όλο αυτό. Όταν σε μάλωσα, ράγισε η καρδιά μου. Έσκυψες το κεφάλι για λίγα λεπτά και μόλις άκουσες να ξεκινάει η αγαπημένη σου ταινία, το είχες ήδη ξεχάσει. Πόσο όμορφο είναι αυτό, να ξεπερνάμε αμέσως τις σκοτούρες. Μαθαίνω κι εγώ από σένα να γίνομαι πάλι παιδί.

Όμως, αυτό που αγαπάω πιο πολύ κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι η στιγμή του ύπνου. Στο κρεβάτι σου, με το αχνό φως να σου διαβάζω παραμύθια. Αν έχω αποκτήσει μυωπία στην ηλικία που είμαι, δε με ενοχλεί. Ας είναι έτσι, το αποδέχομαι. Εκεί σε βλέπω να στριφογυρνάς με τις ώρες μέχρι να βρεις τη θέση που θα ηρεμήσεις. Αν δε φτάσουμε στα οχτώ παραμύθια ο Μορφέας δεν εμφανίζεται. Νεράιδες, ιππότες και μάγισσες σε ταξιδεύουν. Έχεις απορίες και κάθε φορά σου λέω «στο τέλος».

Στο τέλος, όμως, έχεις ήδη κοιμηθεί και την επόμενη μέρα δε θυμάσαι. Την επόμενη, τρέχεις να έρθεις στο κρεβάτι μου, να ζεστάνεις τα «πατουσάκια» σου, που κάθε φορά μου παρουσιάζεις σαν δικαιολογία. Εκεί κάνουμε αγκαλίτσες και λιώνω στο μικρό σου σωματάκι, όταν με σφίγγεις και μου λες «Μανούλα, σ’ αγαπώ». Αχ θεέ μου, πόσο μαγικά ακούγεται η φωνή σου. Πόσο εύκολα κάνεις αυτή τη χρήση της λέξης. Είναι αληθινή, την εννοείς. Το νιώθω και το πιστεύω.

Είναι αγνά τα συναισθήματά σου. Είναι αυτά που πρέπει να είναι κι εγώ θα είμαι πάντα προστάτης δίπλα σου. Να μην αλλάξεις, να είσαι αληθινός, να αγαπάς και να ζεις. Να δίνεις, να δίνεσαι και να χτίζεις άμυνες. Θα έρθουν κι οι δράκοι στη ζωή σου, όπως σε αυτές τις ιστορίες που διαβάζεις. Είμαι εδώ για να σου δείξω πως οι «δράκοι» είναι αδύναμοι, όσο εσύ πιστεύεις στον εαυτό σου. Όσο μπορώ θα σου δώσω τα σωστά εφόδια για να ζήσεις κι εσύ το δικό σου παραμύθι.

Κοιμήσου, αγόρι μου γλυκό, το νανούρισμα τελείωσε. Η ομορφιά σου, μια γαλήνια εικόνα. Σκύβω και σε φιλάω, σου ψιθυρίζω «σ’ αγαπώ» για να νικήσεις και την κακή μάγισσα που θα έρθει στο όνειρό σου. Σε περιμένω το πρωί, να με ξυπνήσεις…

 

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη