-Μείνε. Λίγο ακόμη μείνε κοντά μου. Θέλω να κρατήσω τη μυρωδιά σου. Να σε νιώσω να τρέμεις. Φίλα με. Μη φύγεις. Χάρισέ μου άλλη μια νύχτα…

-Θα χάσω την πτήση. Το ξέραμε πως θα ήταν δύσκολο. Μακάρι να γινόταν να καθίσω κι άλλο, αλλά τα συζητήσαμε. Τα ξαναείπαμε τόσες φορές. Πρέπει να φύγω. Κάποτε θα μ’ ευγνωμονείς.

-Δε θέλω να σ’ ευγνωμονώ, θέλω να με αφήνεις να σε αγαπώ. Καταλαβαίνεις; Κάτσε και θα βρούμε μια λύση, μόνο μη μου λες τέλος.

Η Ανθή τραβήχτηκε απ’ την αγκαλιά του και βγήκε από το αυτοκίνητο, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της. Ένιωθε τα μάτια του καρφωμένα επάνω της, καθώς απομακρυνόταν. Γύρισε και του φώναξε «Αντίο» κι άρχισε να περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Περπατούσε και παρακαλούσε να τη σταματήσει. Να τρέξει πίσω της και να την εμποδίσει να φύγει.

Άκουσε τον ήχο ενός αεροπλάνου που προσγειωνόταν, λίγο πριν χαθεί στους καλογυαλισμένους διαδρόμους και να γίνει ένα με το πλήθος. Κρατιόταν, ακόμη άντεχε, τα μάτια της έτσουζαν απ’ τα συσσωρευμένα δάκρυα κι ο λυγμός γινόταν θηλιά για να την πνίξει. Γύρισε ξαφνικά πίσω γιατί νόμιζε πως άκουσε το όνομά της.

Έτσι γίνεται συνήθως με τις ψευδαισθήσεις, τις κάνουμε οράματα κι ουτοπίες και στηρίζουμε εκεί τις ελπίδες μας και τα όνειρά μας. Χάνονται αυτές και μαζί τους χάνονται κι όσα στηρίξαμε πάνω τους.

Ο Γιώργος έμεινε κοκαλωμένος στο αυτοκίνητο. Στο ραδιόφωνο έπαιζε το «συ μου χάραξες πορεία» απ’ την Αλεξίου. Άναψε τσιγάρο κι έμεινε κενός από κάθε σκέψη. Τα συναισθήματα λες κι εξαφανίστηκαν μεμιάς και τα πόδια του δεν υπάκουαν στις εντολές της καρδιάς του. Θα μπορούσε να τη σταματήσει. Να τρέξει πίσω της και να την κλείσει μέσα στην αγκαλιά του. Θα μπορούσε να τ’ αλλάξει όλα με μια του κίνηση. Γιατί δεν το έκανε; Την άφησε να φύγει. Κοίταξε το ρολόι. Τ’ αποτσίγαρα μαζεύτηκαν σωρό. Είδε το αεροπλάνο της ν’ απογειώνεται. Έφυγε. Η Ανθή του έφυγε.

Η ώρα περνούσε κι εκείνος έπρεπε να γυρίσει. Άφηνε πίσω του τα χιλιόμετρα στην Αττική οδό. Σε λίγο έβαζε το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού του αντικρίζοντας το απόλυτο σκοτάδι. Άλλωστε ήταν λογικό να κοιμούνται όλοι τέτοια ώρα. Εκείνος να βρίσκεται σε πόλεμο μέσα του και το σώμα του ν’αγκαλιάζεται απ’ την απόλυτη γαλήνη. Οι αντιφάσεις της ζωής.

Η Ανθή βρήκε κάποιον άλλον να κάθεται στη θέση της δίπλα στο παράθυρο . Κοίταξε πάλι το εισιτήριο της κι ήταν έτοιμη να φωνάξει την αεροσυνοδό για να λύσει το θέμα. Ήταν τόσο χάλια ψυχολογικά που το μόνο που δε θα άντεχε αυτή τη στιγμή ήταν η παραμικρή προστριβή με τον οποιοδήποτε.

-Άρης. Της έτεινε το χέρι του. Συγγνώμη για την κατάληψη αλλά είπα μήπως ήμουν τυχερός και δεν ερχόταν κανείς δίπλα μου τελικά, οπότε θα πήγαινα παράθυρο. Η πτήση ήταν φουλ όταν έκανα check in. Αλλά όπως φαίνεται είμαι ακόμη πιο τυχερός γιατί τελευταία στιγμή πήρα την ομορφότερη συνεπιβάτη που θα μπορούσα να έχω… Τα είπε γρήγορα και χαμογελώντας της.

-Μπορώ να περάσω τώρα στη θέση μου, σας παρακαλώ; Είπε εκνευρισμένη η Ανθή.

Ο Άρης κατάλαβε πως η συνεπιβάτης του δεν είχε και πολλά κέφια κι ούτε όρεξη για γνωριμίες. Έκανε στην άκρη κι εκείνη πήρε τη θέση της λίγα λεπτά πριν ακουστεί η φωνή της αεροσυνοδού για τις απαραίτητες οδηγίες.

Έβγαλε το βιβλίο της κι έβαλε τ’ ακουστικά με τη μουσική που της είχε γράψει ο Γιώργος. Τη μουσική τους, όπως την έλεγε. Μια συλλογή από όλα τα τραγούδια που συνήθιζαν ν’ ακούν μαζί. Διάβαζε χωρίς να καταλαβαίνει και γυρνούσε τις σελίδες μηχανικά. Ξαφνικά ένιωσε ένα σκούντημα. Γύρισε απότομα ενοχλημένη.

-Τι είναι πάλι;

-Η αεροσυνοδός ρωτάει αν θέλετε να πιείτε κάτι. Της είπε ο Άρης σηκώνοντας τα χέρια ψηλά σαν να θέλει να δηλώσει παράδοση.

-Με συγχωρείς. Ένιωσε άσχημα για τον τρόπο της. Ποτέ δεν ήταν αγενής.

-Δεν πειράζει, μάλλον δεν ήταν καλή μέρα για σας.

-Λίγο καφέ, παρακαλώ. Απευθύνθηκε στην αεροσυνοδό. Πήγε να κλείσει το βιβλίο της κι ένα σημείωμα έπεσε στο πάτωμα. Έσκυψαν ταυτόχρονα κουτουλώντας τα κεφάλια τους, ξεσπώντας σε γέλια.

-Τόσο πολύ σας πείραξε που σας πήρα για λίγο τη θέση που προσπαθείτε να με ξεκάνετε με κουτουλιές;

– Όχι δα. Συγγνώμη, Άρη.

-Χμ! Βλέπω το συγκρατήσατε. Κι είναι η δεύτερη φορά μέσα σε λίγα μόλις λεπτά που μου ζητάτε συγγνώμη. Να το προσέξεις…. Να το προσέξετε, θέλω να πω.

-Ανθή. Είμαι η Ανθή. Και μίλα μου στον ενικό, σε παρακαλώ.

-Λοιπόν, Ανθή, μένεις Ηράκλειο;

-Ναι, κατέβηκα για σπουδές και τελικά βρήκα δουλειά εδώ οπότε μετακόμισα μόνιμα τα τελευταία χρόνια. Εσύ;

-Εγώ κατεβαίνω πρώτη φορά. Σπουδάζει η αδερφή μου εδώ κι είπα να έρθω να τη δω. Έχω μερικές μέρες άδεια οπότε θα γνωρίσω και το μέρος λίγο καλύτερα.

-Είναι όμορφο το Ηράκλειο. Σίγουρα θα περάσεις καλά…

Η ανακοίνωση για την προσγείωση τους διέκοψε.

-Τι θα έλεγες να ξαναβρισκόμαστε Ανθή, αν έχεις το χρόνο και μπορείς φυσικά.

-Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ. Σου εύχομαι να περάσεις υπέροχα όμως. Σίγουρα η αδερφή σου θα σε ξεναγήσει άψογα.

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε και χαιρετήθηκαν τυπικά.

Η Ανθή έφτασε στο άδειο της διαμέρισμα περασμένα μεσάνυχτα. Ένα ακόμη σαββατοκύριακο. Μια ακόμη επιστροφή από ένα ακόμη ταξίδι. Ένα ακόμη τέλος… Πήγε να βάλει τα κλειδιά στην τσέπη του μπουφάν της για να μην τα ψάχνει, φεύγοντας όπως πάντα βιαστικά για τη δουλειά και το χέρι της έπιασε το διπλωμένο σημείωμα που έγινε η αιτία της κουτουλιάς με το νεαρό Άρη.

Το άνοιξε διστακτικά, μιας και ήξερε το περιεχόμενό του, αλλά ήθελε να το κάνει, όπως κάνουν κάποιοι με τις φοβίες τους, τις ζουν για να καταφέρουν να τις ξορκίσουν.

«Είμαι εκεί που χαμογελάς, γι’ αυτό να το κάνεις συχνά…

Σ’ αγαπώ   (Γ)»

Όσα δάκρυα στριμώχνονταν τόσες ώρες άρχισαν να τρέχουν, σαν αστείρευτη πηγή. Η σκηνή του σημειώματος πάνω στο μαξιλάρι της άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά της. Στο Ναύπλιο λίγους μήνες πριν. Πριν από τι, πριν από πόσα, πριν από πότε;

Ο Γιώργος, γέμισε το ποτήρι με ουίσκι και κάθισε στον καναπέ. Οι σκέψεις άρχισαν να επιστρέφουν μία-μία και να γίνονται καρφιά. Όχι δε θα την άφηνε να φύγει απ’ τη ζωή του τόσο απλά.

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη