Σηκώθηκε λίγο κακοδιάθετη, λουσμένη στον ιδρώτα. Ξημερώθηκε μέχρι να τελειώσει το διάβασμα ενός βιβλίου, που ούτε τον τίτλο του δε θυμόταν πλέον. Ψαχούλεψε δίπλα της μήπως και το κομοδίνο της φυλούσε μια μικρή έκπληξη, εκείνη του κομμένου τσιγάρου. Δυστυχώς τίποτε δεν υπήρχε ύστερα απ’ τις αυστηρές οδηγίες του καρδιολόγου της. Βλαστήμησε αντί για καλημέρα κι έμεινε να κοιτάει το ταβάνι.

«Θέλεις βάψιμο, το ξέρεις;» παραμίλησε. «Κι εγώ επειγόντως μια κούπα καφέ», σκέφτηκε. Έβαλε τη φόρμα της κι αφού τράβηξε δυο γερές γουλιές καφέ, άρπαξε κλειδιά και κινητό και κατέβηκε για το καθιερωμένο της περπάτημα στο κοντινό πάρκο. Όταν της το είχε προτείνει ο γιατρός τον κοίταξε σαν εξωγήινο, αλλά με τον καιρό της έγινε συνήθεια και πλέον δε φανταζόταν τη μέρα της να ξεκινάει χωρίς να ακολουθεί αυτή τη διαδικασία.

Φτάνοντας στον αγαπημένο της προορισμό άρχισε να έχει αυτή την παράξενη αίσθηση ότι την παρακολουθούν. Δυο-τρεις φορές κοίταξε πίσω της, αλλά το μόνο που είδε ήταν μερικούς ακόμη «ταλαίπωρους» να τρέχουν ξωπίσω της, επιλέγοντας την ίδια διαδρομή. Τι στο καλό την είχε πιάσει σήμερα;

Έκοψε δρόμο και γύρισε σπίτι. Ο καιρός έμοιαζε να αγριεύει και δεν είχε καμιά όρεξη να την πιάσει η βροχή στη μέση της διαδρομής της. Ο καφές της άχνιζε ακόμη. Χτύπησε το τηλέφωνο κι η γνώριμη φωνή της κόρης της την καλημέρισε. Γλυκιά ρουτίνα ήταν πλέον αυτό το τηλεφώνημα, τσεκάρισμα ότι όλα λειτουργούν σωστά. Αφού μίλησαν το καθιερωμένο τους δεκάλεπτο, το τηλεφώνημα έλαβε τέλος.

Πριν προλάβει να αφήσει τη συσκευή στη θέση της, ο ήχος ξανακούστηκε κι ήταν πάλι εκείνη.

-Μαμά, φρόντισε να μου βρεις σήμερα το χαρτί που σου ζήτησα για το εξοχικό μας, πρέπει να τακτοποιήσω κάτι με τη δικηγόρο. Σε φιλώ, δεν έχω άλλο χρόνο, θα περάσω το απογευματάκι, φαντάζομαι θα είσαι εκεί.

Ούτε που πρόλαβε να αρθρώσει μια λέξη. Όλα ειπώθηκαν με μορφή απαίτησης, διαταγής και δεδομένης ανταπόκρισης.

Άνοιξε το τελευταίο συρτάρι του γραφείου κι άρχισε να ψαχουλεύει.

«Πού στο καλό έχει πάει το παλιόχαρτο, εδώ είναι όλα, μόνο αυτό λείπει», μονολόγησε. Η αίσθηση του λιναριού έφτασε στα χέρια της καθώς ανακάτευε τα χαρτιά σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βρει το «απαιτούμενο έγγραφο». Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος, σαν να τη διαπέρασε ρεύμα, παίρνοντάς το στα χέρια της. Το ημερολόγιό της. Καταχωνιασμένο, κρυμμένο, παρατημένο από τότε…

Παράτησε το χάος του γραφείου, πήρε την κούπα με τον καφέ, πήγε στην αγαπημένη της πολυθρόνα, τοποθετημένη μπροστά στο παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο και κάθισε κρατώντας το «πολύτιμό» της αγκαλιά. Ούτε ξέρει πόση ώρα της πήρε να βρει το κουράγιο να λύσει το δερμάτινο λουράκι που σφράγιζε με το δέσιμό του, το μυστικό μιας ολόκληρης ζωής, το μυστικό της ψυχής της. Ανοίγοντάς το ο γραφικός της χαρακτήρας, ξεπήδησε κι άρχισε να μαρτυράει τα ξεχασμένα της…

«Δεν ήθελα να πάω σ’ αυτό το πάρτι με τίποτε. Δεν ήξερα κανέναν και δεν είχα και καμία όρεξη για γνωριμίες. Έκανα το χατίρι του ξαδέρφου μου. Δε γινόταν αλλιώς. Του είχα υποχρέωση αφού με φιλοξενούσαν στο σπίτι τους για το Πάσχα. Φτάνοντας στο παραλιακό σπίτι η μουσική ακουγόταν στη διαπασών, το αλκοόλ μύριζε παντού αγκαλιά με την τσιγαρίλα και τη μονοτονία απ’ το σκοτάδι την έσπαγε το λιγοστό φως από δυο μικρά πορτατίφ. Πήρα μια μπίρα και βρήκα μια θέση στήριξης στο κάγκελο της βεράντας για να αναπνέω καθαρό αέρα και να χαζεύω τη θάλασσα.

-Μια δεκάρα για τη σκέψη σου, ακούστηκε η φωνή σου πίσω μου.

Γύρισα ξαφνιασμένη γιατί είχα απορροφηθεί απ’ τις σκέψεις μου. 

-Λίγο χαζή ατάκα δε νομίζεις; Θα μπορούσες να βρεις τόσες άλλες, λιγότερο κοινότυπες και αρχαίες.

Ήταν χαζό από μέρους μου να σου επιτεθώ απ’ την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας, αλλά κάπως έπρεπε να αποφύγω να σου φανερώσω την ταραχή μου αντικρίζοντάς σε. Δυο κατάμαυρα μάτια περικυκλωμένα απ’ τις πιο πυκνές βλεφαρίδες που είχα δει ποτέ και το χαμόγελο που αφόπλισε κάθε μου αμυντικό τέχνασμα. Ήξερα από τότε ότι θα μου αλλάξεις τη ζωή.

Πριν προλάβεις να μου απαντήσεις, δυο χέρια τυλίχτηκαν γύρω σου σφιχτά, διεκδικητικά. Ανήκαν στη Μυρτώ. Γύρισες, της έδωσες ένα πεταχτό φιλί και ξεκίνησαν οι συστάσεις.

-Μυρτώ, να σου συστήσω την Έλενα, ξαδέρφη του Γιώργου, την φιλοξενούν για το Πάσχα. Έλενα, από ‘δω η Μυρτώ, η κοπέλα μου.

-Βρε  Μάνο, μωρό μου τελειώνουν οι μπίρες και ο πάγος επίσης. Τι θα κάνουμε;

Εκείνη, μάλλον από ένστικτο ούτε καν μπήκε στη διαδικασία να με χαιρετήσει. Αντιθέτως με αγνόησε κάνοντας μόνο ένα τυπικό νεύμα κι ένα μειδίαμα.

-Έρχομαι μέσα δώσε μου μισό λεπτό.

Δε σου έδωσε ούτε δευτερόλεπτο. Σε τράβηξε όλο νάζι μαζί της κι εσύ ίσα που πρόλαβες να μου φωνάξεις  ένα αόριστο «τα λέμε».

Έμεινα εκεί, αποσβολωμένη να μην ξέρω τι ακριβώς με είχε βρει. Ένας σύντομος μικρός διάλογος, μια σύσταση που δεν ολοκληρώθηκε και ξανά πίσω στην ίδια θέση που βρισκόμουν, λίγο πριν…».

Η ώρα περνούσε κι οι σελίδες γύριζαν η μία μετά την άλλη, διηγώντας της μια ιστορία που τα δικά της χέρια έγραψαν αρκετά χρόνια πριν. Όσο διάβαζε τόσο πίστευε πως όλα ήταν απόκτημα της φαντασίας της, πως δεν περιέγραφε τη δική της ιστορία, τη δική της ζωή, τα δικά της κρυμμένα.

Ο καφές είχε τελειώσει εδώ κι ώρα. Σηκώθηκε και πήγε στο «παράνομο» ντουλάπι της κουζίνας. Μέσα στη ζωγραφισμένη, στο χέρι, πήλινη κανάτα ενθύμιο απ’ το ταξίδι στο Πήλιο, καταχωνιασμένο ένα πακέτο τσιγάρα για ώρα ανάγκης. Τώρα ένιωθε ότι πραγματικά ήταν αναγκαίος ο απαγορευμένος καπνός να εισχωρήσει μέσα της και να γίνει ουτοπικό βάλσαμο κι ηρεμιστικό στην έξαψη της ψυχής της.

Τούτη η αναδρομή θα της έπαιρνε ώρα κι ίσως έπρεπε να γίνει για να μπουν κάποια πράγματα στη θέση τους. Πήρε το πακέτο, ετοίμασε κάτι πρόχειρο για να φάει, έβαλε ένα ποτήρι κρασί, ακόμη κάτι απαγορευτικό για την υγεία της, τα πήρε σ’ ένα δίσκο και κατευθύνθηκε πάλι πίσω την αγαπημένη της θέση για τη συνέχεια.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μελίνας Αγγελάκη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη