Θα’ θελα μια μέρα, έτσι για τη διαφορά, να γύριζε ο κόσμος ανάποδα, να σ’ έβαζα απέναντί μου και να σου αράδιαζα μέσα στα μούτρα όσα μ’ έκανες να αισθανθώ με το φευγιό σου. Κι έπειτα να σε ρωτούσα. Ένιωσες έτσι ποτέ; Πόνεσες ποτέ τόσο πολύ; Φοβήθηκες, απογοητεύτηκες, πέθανες, αναστήθηκες;

Όλοι μιλάνε για εκδίκηση μα εγώ δεν το μπορώ. Δεν τον ξέρω, βλέπεις, τούτο το ρόλο του εκδικητή ίσως γιατί δε μου χρειάστηκε ποτέ. Απλώς να μοιραστώ μαζί σου τούτη την εμπειρία θα ήθελα. Να τα πούμε λίγο. Να μου απαντούσες και σε κανένα γιατί, να είχα το θάρρος και το θράσος να απαιτήσω και καμιά εξήγηση.

Να με νιώσεις, ρε γαμώτο. Να δεις μέσα μου. Να καταλάβεις τι έκανες. Να μετρήσουμε μαζί εκείνες τις φορές που κόπηκε η ανάσα μου επειδή μου έλειπες και να μου πεις πως ξέρεις πώς είναι. Τι να την κάνω την εκδίκηση; Για αισθήματα μιλάμε. Ποιον να εκδικηθώ και ποιον να πολεμήσω. Εσένα; Γουστάραμε κι οι δυο όσα νιώσαμε, μόνο που η ποιότητα των συναισθημάτων διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι, βλέπεις. Κι ευτυχώς.

Θέλω απλώς να νιώσεις όπως ένιωσα. Όχι δεν είμαι θυμωμένη. Αλλά δεν επαρκούν οι λέξεις για να κάνεις εικόνα όσα πέρασα. Ενώ το βιωματικό είναι αλλιώς. Μπαίνει στο πετσί σου το σενάριο. Καταλαβαίνεις τη μαχαιριά, το κόψιμο, τον πόνο. Το κατανοείς πλήρως κι έπειτα είσαι σε θέση να μοιραστείς την εμπειρία σου.

Τράβα νιώσε λοιπόν κι έπειτα έλα να μιλήσουμε για φράσεις κλισέ, του τύπου «έτσι είναι η ζωή», «ο χρόνος είναι γιατρός», «θα σου περάσει». Μόνο τότε θα είσαι σε θέση να εκφέρεις άποψη. Όταν σε αδειάσουν τη στιγμή που δεν το αξίζεις, παίρνοντάς σου την μπουκιά απ’ το στόμα ενώ σου είχαν στείλει πρόσκληση για το καλύτερο γεύμα, αφήνοντάς σε να νιώθεις πιο πεινασμένος από ποτέ.

Κάνε μας τη χάρη λοιπόν κι άντε και γαμήσου. Καμιά εκδίκηση δε θέλω. Να σε δω να τραβάς τα ζόρια που τράβηξα εγώ για πάρτη σου έτσι ξαφνικά κι απροειδοποίητα κι έπειτα να σταθείς μπροστά μου και να με κοιτάξεις στα μάτια. Αυτό θέλω. Να δω στο βλέμμα σου και στις πράξεις σου το σεβασμό που μου όφειλες και μου χρωστάς ακόμη.

Πολλά τα χρωστούμενα και δεν ξεπληρώνονται με ένα «δε βαριέσαι». Γίναμε όλοι υπεράνω κι επιφανειακοί. Με διέλυσες κι εγώ έπρεπε να κολλήσω το μέσα μου κομματάκι-κομματάκι, να πάψω να με κατηγορώ, να πάψω να σε μισώ, να σε πάψω γενικά. Να θυμηθώ ποιος άνθρωπος ήμουν πριν την εισβολή σου στη ζωή μου, πριν ξεκινήσω να ονειρεύομαι κοντά σου. Αν δεν το ζήσεις τούτο το κουρέλιασμα, δεν μπορείς να μιλήσεις μαζί μου σαν ίσος προς ίσο.

Τι να κάτσω να σου πω για πληγές και κλάματα, όταν εσύ χαμογελάς και σφυρίζεις αδιάφορα. Πώς να σου περιγράψω πώς είναι η αγάπη σαν μισοτελειωμένη παράσταση; Πώς να σου δείξω τις γρατσουνιές απ’ το κορμί που λίγο πριν κρατούσες στα χέρια σου και σπαρταρούσε από ηδονή;

Σε θέλω έμπειρο συνομιλητή μου. Θέλω να σου πηδήξει κάποιος την ψυχολογία σε τέτοιο βαθμό που θα ξεχάσεις το όνομά σου. Μόνο τότε θα μπορείς να έρθεις πραγματικά στη θέση μου, μόνο τότε θα καταλάβεις τι έκανες.

Όταν γίνεις κι εσύ θύμα των περιστάσεων, τότε θα αντιληφθείς πόσο ανελέητα μπορεί να σε ακυρώνει κάποιος χωρίς δισταγμό και δεύτερη σκέψη.

Σ’ εκείνη τη φάση της ζωής σου, θα με βρεις εκεί. Να θυμηθούμε τα παλιά και να μιλήσουμε για διαδρομές. Τότε που και των δυο μας τα μάτια θα ξέρουν πώς είναι να σε καίνε τα πνιγμένα δάκρυα και θα μπορούμε να κοιταχτούμε χωρίς να χαμηλώσουμε τα βλέμματα. Δε θα μιλήσουμε για εκδίκηση και μικροπρέπειες. Δεν ξέρω αν θα μιλήσουμε καν. Άλλωστε ποιος γουστάρει να μιλάει για πόνο. Απλώς το να ξέρω πως ξέρεις θα με κάνει να νιώσω λιγότερο μόνη.

 

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη