Ανήμερα των γενεθλίων μου πάντοτε με πιάνει μια γλυκιά νοσταλγία, αυτή η όμορφη ακαθόριστη μελαγχολία. Έτσι έκατσα και σήμερα να μετρήσω μέχρι πού έχω φτάσει. Αλήθεια, όσα κι αν σκεφτώ, το συμπέρασμα είναι ένα: πως μεγαλώνω, μαμά.

Μεγαλώνω, μαμά, και δεν ξενυχτάω πλέον κάθε βράδυ ως το ξημέρωμα τα καλοκαίρια. Αντιθέτως, δεν έχω την επιλογή να ξυπνήσω δίχως όρεξη. Πρέπει να βάλω τα καλά μου, να χαμογελάω σε όλους και να καταφέρω να συνυπάρχω και να δουλέψω με χίλιους δυο ανθρώπους.

Μεγαλώνω, μαμά, κι έμαθα πια για τα καλά τι θα πει ρουτίνα. Εγώ που μπορούσα να βγω στο δρόμο με πλακάτ να φωνάξω εναντίον της. Μεγαλώνω, αλλά ακόμη με φοβίζουν οι κουστουμαρισμένοι που κρύβονται πίσω απ’ την δύναμή τους. Οι υποχρεώσεις κάποτε με πνίγουν, μαμά, δε θέλω να κλείνομαι σε καλούπια, δεν το αντέχει το πετσί μου να περιτριγυρίζομαι από υποχρέωση γύρω από «άσχημους» ανθρώπους. Κάποτε το μόνο που θέλω είναι να τρέξω σε σένα, μαμά, να χωθώ στην αγκαλιά σου, να μη με νοιάζει ο έξω κόσμος, αυτός που με τρομάζει.

Μεγαλώνω, μαμά, κι οι φίλοι λιγοστεύουν. Άρχισαν να μετριούνται σε όσους χαίρονται με τη χαρά μου και σπαράζουν περισσότερο κι από μένα με τη λύπη μου. Θυμάσαι, μαμά, κάποτε που δεν προλάβαινες να υπολογίσεις ονόματα φίλων; Τώρα λιγοστεύουν, μαμά, οι άνθρωποι αλλάζουν. Κοιτάζουν το συμφέρον τους όσο μεγαλώνουν, δεν αφήνουν κανένα μέρος της καρδιάς τους αγνό. Και με πονάει αυτό, μαμά.

Νόμιζα πως οι φίλοι έχουν τη δύναμη να σε κρατάνε για πάντα παιδί – εκτός κι αν χαθούν. Και φοβάμαι, μαμά, εσύ το ξέρεις καλύτερα, ήταν πάντοτε ο εφιάλτης μου να μη με αγαπάνε όσοι αγαπώ. Αλλά είχες δίκιο, λιγοστεύουν και χάνονται κι η απώλειες πάντα θα με πονάνε, μαμά.

Μεγαλώνω μαμά, κι οι έρωτες δεν είναι πια όπως τους φανταζόμουν στα δεκάξι. Δεν είναι πια ατέλειωτες βόλτες, τσιγάρα και ξενύχτια. Οι έρωτες έχουν αγκάθια και πονάνε. Σε θέλουν δυνατό κι εξηγημένο. Κι η αγάπη, με φοβίζει η αγάπη, μαμά. Θυμάσαι κάποτε που νόμιζα πως αγαπούσα πραγματικά, αλλά έφευγα με την πρώτη δυσκολία; Μεγαλώνω μαμά και καταλαβαίνω πως η αγάπη και το νοιάξιμο είναι μεγάλες ευθύνες. Πως οι σχέσεις δεν έρχονται αβίαστα, θέλουν φροντίδα, δουλειά και προσπάθεια. Κι εγώ μεγάλωσα, μαμά, και τόσο αυθόρμητη και παρορμητική, πώς να μπω σε καλούπια τώρα;

Μεγαλώνω μαμά κι άρχισα να βιώνω τις απώλειες. Είναι αναπόφευκτο να χάνεις αγαπημένους σου μεγαλώνοντας κι αυτό είναι απ’ τα μεγαλύτερα πλήγματα της ενηλικίωσης. Φοβάμαι μαμά. Ας μεγαλώσω κι άλλο, ας βγάλω ρυτίδες πιο βαθιές απ’ το πιο μεγάλο μου χαμόγελο μα κάνε το χρόνο να σταματήσει για όλους εσάς που αγαπώ, μαμά.

Μεγαλώνω, μαμά. Και για όλα εκείνα τα χρόνια που βιαζόμουν να μεγαλώσω, να βάλω τακούνια και γυαλιά, δε με προετοίμασε κανείς για το πόσο δύσκολος είναι ο έξω κόσμος, για το ότι οι άνθρωποι πληγώνουν και φεύγουν.  Για το πόσο πρέπει να πονέσεις για να γίνεις δυνατός.

Μεγαλώνω μαμά. Και φοβάμαι.

Συντάκτης: Χαρά Αναξαγόρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη