«Θα τη βρω.» Έτριψε ελαφρά το πηγούνι του σαν ν’ αναζητούσε με ποιο τρόπο θα μπορέσει να πλησιάσει τον στόχο του. Οι ανώτεροί του τον προειδοποίησαν: στην πρώτη αποτυχία, θα έπεφτε και πάλι σε δυσμενέστερο επίπεδο ψυχής. Δίπλωσε τα φτερά του, η ιριδίζουσα μορφή του άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Η αποστολή έπρεπε να τελεστεί με απόλυτη μυστικότητα. Έπρεπε να βρει τρόπο να τη βρει, πριν οι Πύλες του Ουρανού κλείσουν την καταπακτή της σύνδεσής του με τη γη. «Ωραία τα κατάφερα» είπε. «Και τώρα;»

Ξεκίνησε να περπατά πιο βιαστικά. Ήταν σαν να έδινε ώθηση για το δύσκολό του εγχείρημα να βρει γρήγορα μια λύση. Έδωσε στον εαυτό του κι όνομα: «Από τώρα και στο εξής, εδώ στη γη, θα σε λένε Ερμή». Και ναι, γιατί όχι κι αυτός αγγελιοφόρος ήταν. Να κι ο πρώτος περαστικός. Τον πλησίασε και του χαμογέλασε: «Μια μικρή βοήθεια κύριε, να με πάτε στην οδό Νέστορος 7.» Ο περαστικός κοντοστάθηκε και τον κοίταξε λίγο αμήχανα. Είχε μπροστά του έναν τυφλό άνδρα με περίεργη αμφίεση, που σε καμία περίπτωση κανείς δε θα φανταζόταν ότι ήταν άγγελος. Ο Ερμής, είχε κάνει πολύ καλό καμουφλάζ. «Να, θα σας πήγαινα, αλλά βιάζομαι, με περιμένουν στη δουλειά και το αφεντικό θα δυσανασχετήσει, ήδη φαντάζομαι την αγριεμένη έκφραση του προσώπου του». «Δεν πειράζει να ‘στε καλά.» Αποτυχία, σκέφτηκε.

Όταν απομακρύνθηκε ο πρώτος του στόχος, περίμενε για τον νέο περαστικό καθισμένος πια σ’ ένα αναπηρικό, φτιάχνοντας το δεύτερο καμουφλάζ του και κοιτάζοντας ανύπαρκτες διαβάσεις, αφιλόξενα φανάρια που αναβόσβηναν στο άψε σβήσε, εμπόδια σιδερένιων όγκων, δηλαδή αυτοκινήτων που πάρκαραν οι οδηγοί ανενόχλητοι, αδιαφορώντας για τους ανθρώπους με κινητικά προβλήματα, σαν να είναι άρχοντες των δρόμων. Κι όσοι περνούσαν, σχεδόν έπεφταν πάνω του. Πόδια με αθλητικά, ψηλοτάκουνες γόβες, μποτίνια, γυαλισμένα αντρικά παπούτσια. Η αδιαφορία στο σεργιάνι. Σκέφτηκε πόσο σκληρός κι απόμακρος ήταν ο κόσμος ήταν, βουτηγμένος στη δική του ζωή, στην καλοπέραση ή τη δυσκολία του, στο δικό του εγώ. «Ας είναι», είπε.

Πήγε και κάθισε σε μια γωνιά παραδίπλα, να μπορεί να έχει καλύτερη οπτική επαφή. Τώρα το παλιό και τρύπιο σακάκι του σερνόταν και σκούπιζε το πεζοδρόμιο. Η μακριά του γενειάδα δέσποζε κάπως βρώμικη κι απεριποίητη. Με απλωμένο το χέρι περίμενε καρτερικά για κάποια βοήθεια να γεμίσει το άδειο στομάχι του. Σήμερα δεν είχε καρποφορήσει η μέρα, ούτε κάποιο λάφυρο είχε βρει από τους σκουπιδοτενεκέδες της γειτονιάς του. Τους είχε ψάξει όλους για κάτι φαγώσιμο. Αλλά πού τύχη, δεν υπήρχε πια τίποτα γι’ αυτόν. Τα είχαν φάει όλα οι γάτες που γύριζαν για τη ληστρική τους επιδρομή. Ακούμπησε το κεφάλι του ελαφρώς στον τοίχο, ακριβώς πίσω του, απογοητευμένος από τη σκληρότητα των περαστικών.

Ώσπου ένα αγόρι με τσαχπίνικο μουτράκι και δυο καλοσυνάτα ματάκια τράβηξε τη μητέρα του από την άκρη της ζακέτας της- όσο με το άλλο τής κρατούσε το δικό της χέρι. Την οδήγησε με γοργά βήματα προς τα εκεί. Η μητέρα του γύρισε και κοίταξε τότε τον ρακένδυτο άντρα. Τον πλησίασε αρκετά και του έδωσε ένα χαρτονόμισμα. Έπειτα, του χαμογέλασε. Εκείνος ξεφύσησε με ανακούφιση κι ένα βάρος ελευθερώθηκε από το στήθος του.Έγινε ανάλαφρος σαν πούπουλο. Τώρα τη θέση τους πήραν πάλι τα φτερά που είχε εξαφανίσει. Ήταν έτοιμος να πετάξει. Η ψυχή του είχε ανέβει επίπεδο. Η άνοδος ξεκίνησε. «Ώστε τα κατάφερες!»: Οι ανώτεροί του, τον χτύπησαν επιδοκιμαστικά στην πλάτη και τα φτερά του απλώθηκαν κατάλευκα και τεράστια σε μέγεθος.

Έχεις ποτέ σκεφτεί πως ο κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να βρεθεί κάτω από απρόσμενες συνθήκες στη θέση του τυφλού, του ατόμου με κινητικά προβλήματα, εκείνου που απλώς θα χρειαστεί μια οδηγία; Πως αυτός που προσπερνάς αύριο θα μπορούσε να είναι κάποιος που σου μοιάζει; Μην ξεχνάς, με το να χαρίζεις αγάπη, πάντα κερδίζεις. Γιατί η αγάπη είναι αυτή που σε ανεβάζει ένα σκαλί πιο ψηλά, ξεδιπλώνοντας το μεγαλείο της ψυχής σου.

«Tη βρήκα» είπε, κι ο ήλιος χαμογέλασε μέσα από τα σύννεφα.

Συντάκτης: Νίκη Ατζέμογλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου