«Η ανθρωπότητα σήμερα δοκιμάζεται. Η ζωή μας δοκιμάζεται σε όλες τις εκφάνσεις της. Το θέατρο, ο καθρέφτης της, δοκιμάζεται. Όμως, όπως διέτρεξε τους αιώνες, από τη δημιουργία του στην Ελλάδα, όταν ο ηθοποιός στάθηκε απέναντι στον χορό, σε “πράξη σπουδαία και τελεία”, θα αντέξει και σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες» δήλωσε η Υπουργός Πολιτισμού μια μέρα πριν την παγκόσμια ημέρα θεάτρου και δε μας κάνει καθόλου εντύπωση το παράδειγμα που χρησιμοποίησε. Προφανώς δε μίλησε για τους «αποφοίτους λυκείου» όπου νομικά είναι πλέον οι ηθοποιοί, ούτε για την κατάληψη των θεάτρων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αλλά ούτε και για τις παραιτήσεις χιλιάδων καθηγητών από τις δραματικές σχολές. Οι ηθοποιοί οι οποίοι βγήκαν στους δρόμους, κάπου χάθηκαν στη μετάφραση μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, αλλά ένα πράγμα έμεινε σταθερό: η υπενθύμιση πως η χώρα μας «γέννησε» το θέατρο. Κανείς μας δεν ξέρει, βέβαια, εάν αυτό της δίνει δικαίωμα να το παραμελεί και να το κακοποιεί.

Παρ’ όλα αυτά όμως, δε θα έπρεπε να μας ξαφνιάζει τόσο το γεγονός πως καρπωνόμαστε πράγματα τα οποία δεν έχουμε δημιουργήσει εμείς για να υπερηφανευθούμε. Είναι σαν την περίοδο των πανελληνίων: οι μαθητές δίνουν εξετάσεις αλλά οι γονείς είναι εκείνοι οι οποίοι λένε «περάσαμε» ή «πετύχαμε», μόνο όταν κάποιο παιδί δεν τα πάει τόσο καλά όσο θέλουν οι γονείς του, τότε ακούγεται η φράση «εντάξει, μπορούσε και καλύτερα». Αυτό το φαινόμενο περικλείει όλη τη νοοτροπία την οποία προσπαθούν να μας κάνουν να υιοθετήσουμε. Οφείλουμε να καμαρώνουμε για όλα εκείνα που πετυχαίνουν άλλοι στο όνομα μιας κοινής καταγωγής ή στην ανάμνηση ενός ένδοξου παρελθόντος, αλλά όταν το πρόβλημα βρίσκεται στον ίδιο χώρο με όλα όσα θέλουμε ν’ αναδείξουμε, τότε σιωπούμε ή το «βάζουμε -διακριτικά με μια νομοθεσία- κάτω από το χαλί».

Φανερώνουμε ένα είδος λατρείας κι υποταγής προς όλες εκείνες τις λέξεις-ιδέες που άλλοι μας κληροδότησαν κι εμείς παλεύουμε να τις κρατήσουμε στη ζωή. Ίσως γιατί κι οι άλλοι μας λατρεύουν και μας προσέχουν για όλα αυτά, οπότε τροφοδοτούμε λίγο λίγο το κόμπλεξ κατωτερότητάς μας. Ξέρουμε κάποιοι πως κάτι δεν πάει καλά, άλλοι δε θέλουν να δουν πως κάτι πάει στραβά κι υπάρχουν εκείνοι που μπορούν να κάνουν κάτι για να αλλάξει η κατάσταση, αλλά δεν τους βολεύει. Σε όποια κατηγορία κι εάν ανήκουμε, κάτι κάνουμε λάθος.

Υπενθυμίζουμε πολλές φορές πόσο σπουδαίοι είμαστε σ’ αυτή τη χώρα, πόσα λαμπρά μυαλά έχουμε (τα οποία φεύγουν), πόσα ταλέντα (τα οποία διαπρέπουν αλλού), πόση φιλοξενία δείχνουμε (όχι στους ανθρώπους που έχουν ανάγκη), πόσο δεκτικοί είμαστε (εκτός κι εάν πρόκειται για κάποιον ομοφυλόφιλο) και πόσο βοηθητικοί προς τους άλλους (απλώς όχι στις κακοποιημένες γυναίκες). Είμαστε γεμάτοι αντιθέσεις αλλά περισσότερο, αυτό που μας χαρακτηρίζει είναι η ανυπαρξία ορίων. Θεωρούμε πως είμαστε κάτι το οποίο υπήρχε πάντα, λες και κουβαλάμε μέσα μας το αίμα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Στα άσχημα νέα της ημέρας αυτό δεν έχει καμία σημασία, ακόμα και να ισχύει. Βρισκόμαστε πάντα σε μια θέση όπου ασχολούμαστε με οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτά που μετράνε πραγματικά, μιλάμε συνεχώς για εξέλιξη και πρόοδο, τη στιγμή που χαλάμε δισεκατομμύρια σε πολεμικά οχήματα. Είναι αξιοθαύμαστο πως για τα πράγματα τα οποία καμαρώνουμε περισσότερο, είναι εκείνα τα οποία καταστρέφουμε πρώτα.

Αλλά επειδή μάλλον είναι κάποιο ιδιαίτερο γονίδιο που έχουμε, πάντα υπάρχει και μια δικαιολογία για όλα αυτά, σαν να συμβαίνουν σε κάποιον άλλον κι εμείς πρέπει να τα δεχτούμε. Όπως λέει η Υπουργός «η ανθρωπότητα σήμερα δοκιμάζεται» αλλά δεν ξέρω εάν υπάρχει πιο αόριστη και πιο αβάσιμη φράση. Η ανθρωπότητα δεν έγινε έτσι επειδή κάποια μάγισσα μας καταράστηκε ή έπεσε κάποιος μετεωρίτης κι εμείς τώρα κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε μια απροσπέλαστη κατάσταση, αλλά βήμα βήμα δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει το συμφέρον κάποιων. Οπότε, παρά τα όσα λέμε πως είμαστε σαν λαός αυτό που δύσκολα θα μας αφήσει είναι η λατρεία για εξουσία και το πόσο εξαρτημένοι νιώθουμε για την απόκτηση και τη διατήρησή της. Ακόμα κι αυτή η ακατάσχετη εμμονή που έχουμε με το παρελθόν, μας δημιουργεί κάπως την ψευδαίσθηση πως έχουμε μια δύναμη έναντι των άλλων, ενώ η θεωρητική επαφή μας με τις τέχνες μας κάνει να αισθανόμαστε κάπως ανώτεροι από τους άλλους, σαν να τους δωρίσαμε κάτι που ποτέ δεν είχαν και τώρα μας χρωστάνε αιώνια ευγνωμοσύνη. Αλλά αυτό είναι ακόμα μια φαντασίωση που έχουμε και κάτι μου λέει πως δύσκολα θα φύγει.

Ειδικά με όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό, φαίνεται σαν να μην ακούγονται πουθενά οι φωνές κανενός ή να αφήνονται κάπως να εξασθενίσουν και να ξεχαστούν. Όμως εμείς δε χρειάζεται να παίξουμε τον ρόλο κάποιου ήρωα ή σωτήρα, ούτε να υπομείνουμε καρτερικά τις δυσκολίες σαν μάρτυρες. Ίσως να σταθούμε απέναντι σ’ αυτά τα προβλήματα και για μια φορά να μη μιλήσουμε για το πόσο καλά τα κάνανε σε μια άλλη εποχή, σε μια άλλη ζωή, κάποιοι άλλοι άνθρωποι. Γι’ αυτό, «πρέπει να μελετάτε το θέατρο όπως ένας παπάς ή ένας ραβίνος τις γραφές. Για το ότι το θέατρο σήμερα έχει ευτελιστεί φταίει ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε ευτελείς» (Stella Adler).

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου