Ήταν περήφανος που είχε τόση «τρέλα». Άλλοι δεν ήταν ούτε σε θέση να ονειρευτούν. Η καλά αποστειρωμένη ζωή τους, κλεισμένη σ’ ένα βαζάκι με αεροστεγές καπάκι, ασφυκτιούσε. Σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι, υποχρεώσεις λογαριασμοί. Εκείνος, όμως, έπαιζε με τα κύματα όπως τότε που ήταν παιδί. Όπως τότε, που η καρδιά του ήταν αγνή.
Ετοίμασε τα πράγματά του όπως και τότε και χάιδεψε απαλά περνώντας από δίπλα της, τη σανίδα του σερφ. Φόρεσε τη μαύρη λαστιχένια στολή, την από καιρό ξεχασμένη που ταίριαζε απόλυτα στο καλοσχηματισμένο σώμα του. Η καρδιά του φτερούγισε. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα με θέα τη θάλασσα και κατευθύνθηκε στη μοναχική παραλία. Είχε ταξιδέψει όλο το βράδυ για να φτάσει μέχρι και εδώ. Στη μέση του πουθενά. Εδώ βρισκόταν, όμως, το δικό του κέντρο. Το ησυχαστήριό του. Τώρα αγνάντευε τη θάλασσα όπως και τότε, μόνο που τότε ορμούσε αμέσως στο νερό. Τώρα έσμιξε τα φρύδια του. Ένας δισταγμός τον κράτησε πίσω.
Πίσω του άκουσε πατημασιές και γυρνώντας είδε ένα 10 χρονο αγόρι. Ο μικρός στύλωσε τα μάτια του στην ιστιοσανίδα κι έπειτα, τ’ άνοιξε διάπλατα από έκπληξη κι ενθουσιασμό και τον ρώτησε:
-Θα βουτήξετε;
-Θες να βουτήξω;
Απάντησε χαμογελώντας. Άφησε τον μικρό και κατευθύνθηκε πιο αποφασιστικά προς τα κύματα που ήθελαν να τον κοντράρουν. Μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στη σανίδα του και την επόμενη ακριβώς, κάλπαζε στα κύματα. Αφού έκανε μερικούς γύρους, ξαναβγήκε στάζοντας από το νερό. Τα βρεγμένα μακριά του μαλλιά έσταζαν κι αυτά και κρέμονταν σαν χταπόδια γύρω από το πρόσωπό του. Ο μικρός, ακόμη εκεί.
-Θέλεις να σου μάθω;
-Ουάου, αλήθεια; Nαι!
Έδειξε στον μικρό τα πρώτα βήματα πάνω στη σανίδα κι εκείνος ενθουσιασμένος, πλατσούρισε λιγάκι στο νερό, στο οποίο κι έπεσε αρκετές φορές στην προσπάθειά του να κρατηθεί πάνω στη σανίδα. Μαγιό δε φορούσε, αφού το μάθημα σερφ δεν ήταν προγραμματισμένο. Από μακριά, ξάφνου φάνηκε μια γυναικεία φιγούρα που πλησίαζε όλο και πιο γρήγορα. Φορούσε ένα καλοκαιρινό λεμονί φόρεμα και τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σ’ έναν αυστηρό κότσο.
-Πού είσαι, σε έψαχνα τόση ώρα!
-Εδώ, ο κύριος μου μάθαινε σερφ.
-Ώρα να πηγαίνουμε νεαρέ, γιατί σουρουπώνει.
-Εντάξει, ευχαριστώ πολύ.
Είπε ο μικρός με μια ελαφριά απογοήτευση γυρνώντας προς τον “δάσκαλό του”.
Εκείνος την κοίταξε με κατανόηση κι έπειτα απάντησε στον μικρό του μαθητή:
-Ίσως σας ξαναδώ στην παραλία.
-Ίσως.
Η λεπτή σιλουέτα δίνοντας το χέρι στο παιδί, άρχισε να ξεμακραίνει. Ήταν ώρα να γυρίσει και αυτός. Ήταν μια μικρή αρχή για να ξαναβρεί τον χαμένο αυθορμητισμό των παιδικών του χρόνων. Την αμεσότητα των παιδιών, που δε φιλτράρει λέξεις και κινήσεις. Που είναι ο αυθεντικός εαυτός τους, χωρίς τον φόβο της μη αποδοχής των όσων πουν ή κάνουν.
Τρέλα στις μέρες μας θεωρείται να κάνεις ό,τι σε εκφράζει. Τρέλα θεωρείται ακόμα και να επικοινωνείς τις σκέψεις σου. Τρέλα θεωρείται να είσαι διαφορετικός από το ρεύμα. Τρέλα θεωρείται να μην συμβιβάζεσαι. Το ότι τον θεωρούσαν «τρελό» για αρκετά χρόνια ήταν ό,τι καλύτερο του συνέβαινε. Κάθε στιγμή προσέθετε και μια νέα επιθυμία, τρέλα στη ζωή του, ώστε να μην κοιταχτεί στον καθρέφτη και πει πως γλίστρησε από τα χέρια του, χωρίς το αλατοπίπερο του χαμένου παιδικού αυθορμητισμού του. Σκέφτηκε πως ίσως, με τον τρόπο αυτό, δημιουργούσε μια σπίθα της χαμένης ελπίδας να ξαναγυρίσουν στην παιδική τους καρδιά που είχε σκληρύνει. Ένα αντίδοτο σε όσους υιοθέτησαν έναν εαυτό που θα εξομοιώνει όλους, σ’ ένα καλούπι της μάσκας των δήθεν.
«Από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια». Τυχαίο; Tώρα του έρχονταν στον νου κι άλλα γνωμικά. «Η φρονιμάδα είναι τυφλή, η τρέλα έχει μάτια και βλέπει», αλλά και το «δεν υπάρχει ιδιοφυΐα χωρίς μια δόση τρέλας».
Την επομένη, το τοπικό μπαρ -το μόνο του νησιού- ήταν κατάμεστο. Εκεί, αυτός εκτελούσε χρέη Dj. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε η γυναίκα με το λεμονί φόρεμα, μόνο που τώρα το μαλλί της έπεφτε χυτό στον ώμο και φορούσε γαλάζιο.
-Σερφ το πρωί, μουσική το βράδυ; Έχετε γεμάτο πρόγραμμα! Jim Morisson;
-Nαι. «Εμείς οι τρελοί, βρίσκουμε λογική στην καρδιά.» Το είπε ο Jim Morrison. Συμφωνείτε;
Είπε και της έκλεισε το μάτι δυναμώνοντας τη μουσική μερικά ακόμη decibel. Eκείνη χαμογέλασε με τη σειρά της και το κρυμμένο παιδί ξύπνησε μέσα της, αυτό που είχε θάψει χρόνια τώρα. Αύριο θα πήγαινε να μάθει σερφ. Το αποφάσισε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου