Πείσμα. Το πείσμα είναι το αποτέλεσμα του αθροίσματος επιμονής και υπομονής. Χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της ισχυρογνωμοσύνης, του γινατιού. Δεν υποχωρεί, δεν προσαρμόζεται, δεν αφήνει περιθώρια ανεκτικότητας. Θέλει κάτι απεγνωσμένα και το αποκτά. Ή τις περισσότερες φορές από τη λύσσα του να τα έχει όλα δικά του, χωρίς απαραίτητα να τα έχει ανάγκη, τα διεκδικεί μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσει το εγώ του. Έτσι έγινε και με εμάς.
Αν ήταν κάτι που με κέρδισε σε σένα, όπως λέει και το τραγούδι, σίγουρα ήταν η επιμονή σου. Γιατί αν δεν ήταν επιμονή, τι ήταν αυτό που σε έπειθε να συνεχίσεις να ασχολείσαι μαζί μου; Με εμένα την ηλίθια που δεν απαντούσα καν στα μηνύματά σου. Που για μήνες το έπαιζα βαρύ πεπόνι και σε αγνοούσα. Που δε γύριζα ούτε να σε κοιτάξω όταν ήμασταν στο ίδιο μαγαζί ενώ ένιωθα τα μάτια σου πάνω μου, που απέφευγα μέχρι και να σε χαιρετάω στο δρόμο.
Πλάσμα αλλοπρόσαλλο από τη φύση μου είμαι κι εσύ το ήξερες. Και όμως παρέμενες εκεί, με το πείσμα σου πάντα stand-by, να με παρηγορείς όταν είχα τις μαύρες μου, να νταντεύεις την κυκλοθυμία μου τόσο όμορφα σαν να ήταν κάτι εύθραυστο, κάτι για το οποίο άξιζε να παλέψεις. Αρνιόσουν να παραιτηθείς, αρνιόσουν να εγκαταλείψεις το στρατόπεδό σου. Λες και ήξερες ότι αν το κάνεις, θα έπαιρνες αυτόματα τον τίτλο του λιποτάκτη.
Και οι μέρες κυλούσαν και το πείσμα σου έμενε εκεί, ακλόνητο να μου υπενθυμίζει πως όταν κάτι το θες πολύ ξεπερνάς ό,τι εμπόδιο βρεθεί μπροστά σου για να πετύχεις το στόχο σου. Που στην προκειμένη περίπτωση ο στόχος ήμουν εγώ. Και με κέρδισες. Ή το πείσμα σου με κέρδισε, δεν έχω αποφασίσει ακόμη.
Στην αρχαία ελληνική το πείσμα έχει την έννοια του σχοινιού. Αυτού που δένει τα πλοία στο λιμάνι για να μην τα πάρει το κύμα. Και μεταφορικά υποδηλώνει κάτι πάνω στο οποίο μπορείς να στηριχτείς. Είναι το αντικείμενο εμπιστοσύνης, μια κραταιωμένη πεποίθηση.
Σιγά-σιγά αυτό το σχοινί άρχισε να τυλίγεται νοητά γύρω μου. Να μου διοχετεύει την εμπιστοσύνη σου, να με φέρνει μέρα με τη μέρα πιο κοντά σου. Και τελικά να νιώθω ασφάλεια εκεί μέσα, να μη θέλω να το κόψω το καταραμένο.
Έτσι έγινε λοιπόν και η σχέση μας ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης σου να ικανοποιήσεις αυτό σου το γινάτι. Την καύλα σου αν το θες. Μια δέσμευση που κράτησε ελάχιστα σε σχέση με αυτό που η πεισμονή σου είχε υποσχεθεί.
Αλλά δεν πειράζει. Γιατί αυτό που ήθελες το είχες, έστω και για λίγο, γιατί το πείσμα σου σε ώθησε να το αποκτήσεις. Κρίμα μόνο σ’ αυτούς που ο εγωισμός τους είναι μεγαλύτερος. Κρίμα που δεν διανοούνται να διεκδικήσουν καταστάσεις, ανθρώπους, συναισθήματα, παρά μόνο επιλέγουν να βολευτούν εκεί όπου θα έπρεπε να επαναστατήσουν.
Το πείσμα, θα μου πείτε, τις περισσότερες φορές αντιστοιχίζεται με το «δε θέλω». Αλλά όχι. Ο εγωισμός αντιστοιχίζεται με αυτή την άρνηση. Από εγωισμό κάνουμε πράγματα που δε θέλουμε, όχι από πείσμα. Θα κάναμε τα πάντα για να μη θιχτεί αυτός. Για να μείνει καθισμένος στο θρόνο που του έχουμε φτιάξει και τον έχουμε τοποθετήσει τόσο ψηλά που ούτε εμείς δεν τον βλέπουμε πια.
Ίσως η μόνη έννοια που θα μπορούσε να αντιστοιχιστεί με το πείσμα να είναι αυτή της επιμονής. Με τη διαφορά ότι η επιμονή αφήνει περιθώρια διαλλακτικότητας, ενώ το πείσμα όχι.
Τα περιθώρια που μου άφηνε το δικό σου πείσμα ήταν ασφυκτικά. Αλλά τόσο ασφυκτικά όσο έπρεπε. Ίσα-ίσα για να ανασαίνω με την υπομονή και την επιμονή που μου έδινες για οξυγόνο.