Πόσοι θυμάστε την ντίσκο; Πόσοι τη ζήσατε; Σήμερα ίσως απαντήσετε πως πολλοί τη θυμάστε, αλλά λίγοι τη ζήσατε. Η γενιά του ’90 πάντως, δυστυχώς απλά τη θυμάται γιατί την πρόλαβε στο τέλος της. Ωστόσο, ζηλεύει όλους αυτούς που την έζησαν.

Όσοι την έζησαν όμως, έχουν να μας διηγηθούν μια πολύ ωραία εμπειρία. Γιατί πρόκειται σίγουρα για μία μεγάλη εμπειρία. Μεγάλη όχι σε διάρκεια, αλλά για όλα αυτά που δημιούργησε και έδωσε στην τότε εποχή.

Η εποχή της ντίσκο, ήταν μια εποχή αρκετά φιλελεύθερη δεδομένης της σημερινής πραγματικότητας. Ήταν η εποχή που αναπτύχθηκε η ελευθερία του έρωτα, ή ακόμη καλύτερα, άφησε τον εαυτό της ελεύθερο για πρώτη φόρα. Ήταν η εποχή του make love no war. Πόσοι δεν τη λησμονάτε συχνά αφού όλοι επιζητάμε και σήμερα αυτήν την ελευθερία;

Τη δεκαετία του ’80, που ήταν κι η εποχή που εμφανίστηκε στην Ελλάδα η ντίσκο, για πρώτη φόρα μέσα από το χορό ο κόσμος εκδήλωνε τα συναισθήματά του. Είτε αυτά ήταν ο έρωτας και η χαρά είτε η τρέλα και η ξεγνοιασιά που ήθελε να νιώσει. Ζευγαράκια στην πίστα χόρευαν μπλουζ με το φλερτ να δίνει και να παίρνει, γεγονός που δυστυχώς πλέον δεν το βλέπουμε στις εξόδους μας. Ο κόσμος απλά περιφέρεται με το ποτό του και οι ελάχιστοι που δειλά κάνουν κάποιες κινήσεις για χορό, δεν αντέχουν πάνω από λίγα λεπτά ή δε βρίσκουν έναν ανάλογο παρτενέρ. Άσχημο, έτσι;

Φυσικά όλοι θυμόμαστε, ή έστω έχουμε ακούσει ή δει σε φωτογραφίες, πού συνέβαιναν όλα αυτά. Στη ντισκοτεκ της περιοχής, σε μια μεγάλη πίστα, η οποία δεν άδειαζε ποτέ. Ο κόσμος χόρευε σε τρελούς ρυθμούς, σε ρυθμούς μιας μουσικής αλλιώτικης απ’ ό, τι είχαν συνηθίσει. Σε ρυθμούς του Michael Jackson, γιατί ήταν δεδομένο, πως πάντα θα υπήρχαν αυτοί που μιμούνταν αυτήν τη θρυλική κίνηση, ονόματι moonwalk.

Και ας μην ξεχνάμε πως όλος αυτός κόσμος λικνίζονταν κάτω από τη μαγική επήρεια της υπέροχης αυτής ντισκομπάλας. Πόσα πάρτι ακόμη και σήμερα δε διοργανώνουμε ψάχνοντας μία τέτοια μπάλα; 

Την εποχή εκείνη λοιπόν, ήταν απαραίτητο διακοσμητικό αυτή η στρογγυλή χρωματιστή σφαίρα, για να μπορέσει ο κόσμος να διασκεδάσει. Τα φώτα που τρέλαιναν τους ανθρώπους στην πίστα, ο καπνός που έριχναν σε κάποιο σημείο μετά τις 12 το βράδυ για να ξεσηκώσουν ακόμα περισσότερο τον κόσμο, καθρέφτες και νέον παντού.

Στη μπαρμπαρέλα λοιπόν, την πιο γνωστή ντίσκο στην Ελλάδα, την οποία οφείλουμε ακόμη και οι πιο μικροί να τη γνωρίζουμε έβλεπες κόσμο με το απόλυτα κιτς ντύσιμο. Δεν το υποτιμούμε, αλλά η αλήθεια να λέγεται. Ο κάθένας είχε τη δυνατότητα να φοράει ό,τι θέλει κι αυτό να λέγεται μόδα της εποχής.

Καμπάνες και σατέν πουκάμισα παντού κι ας μη σχολιάσουμε τις άσπρες κάλτσες που ξεμύτιζαν από τα κοντά παντελόνια. Είχαν όμως τρελό γούστο όλα αυτά. Συνοδευμένα βέβαια από τις περμανάντ που έκαναν οι γυναίκες και το ξανθό μαλλί, τα μακριά μαλλιά των αντρών που είχαν αφέλειες και φράντζες μέχρι το σαγόνι, που με δυσκολία διέκρινες το πρόσωπο του άλλου. 

Ωραία εποχή όμως. Δεν μπορείτε να πείτε πώς δε θα θέλατε να την ξαναζήσετε ή ακόμη και να τη ζήσετε γιατί δεν την προλάβατε. Να πάρετε τη Yamaha Χt σας και με τα πέτσινά σας να σκίσετε τα οδοστρώματα.

Όχι ότι η μόδα αυτή δεν επικρατεί και σήμερα, δεν είναι η ίδια εμπειρία όμως. Γιατί ήδη είπαμε, πως μιλάμε για μια θρυλική εμπειρία, που μπορεί να μην κράτησε πολύ, είχε όμως μια φοβερή δυναμική.

Να κάνετε κοπάνες οι νέοι από τα σχολεία και να τρέξετε στην κοντινότερη ντισκοτέκ ή να βρεθείτε σε ένα προαύλιο και να βάλετε στο τέρμα τη μουσική σε κάποιο κασετόφωνο της εποχής.

Βάλτε κι εσείς λίγο Abba λοιπόν, ή οτιδήποτε σας θυμίζει εκείνη την εποχή, ξεθάψτε τις παλιές καμπάνες σας και τα ξεχασμένα σακάκια που έχετε στο πατάρι ή αν δεν έχετε ζητήστε από τους γονείς σας γιατί σίγουρα θα έχουν. Φωνάξτε λίγο κόσμο, φουσκώστε λίγο το μαλλί και αγοράστε μια ντισκομπάλα, για να ζήσετε κι εσείς έστω και λίγο εκείνη τη χρυσή περίοδο.

Επιμέλεια Κειμένου Στέλλας Τσομόρα: Κατερίνα Κεχαγιά.

Συντάκτης: Στέλλα Τσομόρα