Πάντα πίστευα πως η μεγαλύτερή μου αδυναμία ήταν ο παππούς μου. Ήταν πολλοί οι λόγοι που με έκαναν να πιστεύω πως όταν εκείνος θα έφευγε από τη ζωή, ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου θα πέθαινε μαζί του, καθώς, ήταν το μεγαλύτερο στήριγμά μου. Η γιαγιά μου ήταν γκρινιάρα και αρκετά παράξενη για τα εφηβικά μάτια μου. Άνθρωπος κλειστός που δύσκολα θα έβγαινε από το σπίτι, έως και καθόλου. Σφιχτή και δουλευταρού, όλα της τα χρόνια, με χίλια προβλήματα υγείας στην καμπούρα της και όχι από καλοπέραση.

Ο παππούς μου ήταν η ήρεμη δύναμη της οικογένειας, προσπαθούσε να αποφεύγει τις εντάσεις. Με ψυχραιμία έβρισκε λύσεις σε κάθε πρόβλημα. Η γιαγιά μου, από την άλλη, ήταν αρκετά ευέξαπτη και δύσκολα κρατούσε το στόμα της κλειστό όταν ένιωθε πως αδικείται τόσο εκείνη όσο και οι άνθρωποι που αγαπούσε. Καβγαδίζαμε συχνά εμείς οι δύο, για τους πιο χαζούς λόγους. Κάναμε να μιλήσουμε το πολύ δύο ημέρες πριν με πάρει τηλέφωνο για να μου πει πως «έχεις και μια γιαγιά, μήπως την ξέχασες και γι’ αυτό δεν έρχεσαι να τη δεις;». Ίσως κάποια στιγμή, και λόγω υποχρεώσεων, να μην μπόρεσα να της αφιερώσω τον χρόνο που θα ήθελα, όμως δεν την ξέχασα ποτέ μου. Σε αντίθεση με εκείνη. Θα θυμάμαι πάντοτε εκείνη την ημέρα.

Πονάει πολύ να σε ξεχνάει ο άνθρωπος που σε μεγάλωσε. Που σου έμαθε ποιος είσαι και πώς πρέπει να είσαι, για να μπορείς να στέκεσαι πάντοτε σωστός απέναντι στον εαυτό σου και στον κόσμο γύρω σου. «Ποια είσαι εσύ; Δεν είσαι η εγγονή μου εσύ, φύγε!», και όσο κι αν προσπάθησα να τη μεταπείσω, εκείνη επέμενε. Μου κόπηκαν τα πόδια. Δεν πίστευτα στ’ αυτιά μου. Η γιαγιά μου δε με αναγνώριζε πια και μου ζητούσε να φύγω. Να φύγω μακριά από έναν άνθρωπο που ήταν πάντοτε εκεί για εμένα. Κάθε φορά που το φαγητό στο σπίτι μου ξένιζε, πήγαινα εκεί γιατί ήξερα ότι εκείνη κάτι καλό θα σκαρφιστεί στα γρήγορα για εμένα. Κάθε φορά που η μαμά ή ο μπαμπάς πήγαιναν κόντρα στα θέλω μου εκείνη ήταν εκεί για να με συμβουλέψει και να μου δείξει το σωστό και που φυσικά ήταν πάντοτε αυτό όπου έλεγαν οι γονείς μου, όμως εκείνη είχε τον σωστό τρόπο για να με πείσει. Κάθε φορά που έκλαιγα, η αγκαλιά της ήταν φάρμακο και οι ιστορίες της η αιτία του χαμόγελού μου. Με κακομάθαινε με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο και ας είχε κάμποσα κουσούρια που με τρέλαιναν.

Κατάλαβα πως πλησιάζει το τέλος και χαίρομαι που τους τελευταίους μήνες μαζί της  ήμουν εκεί. Της κράτησα σφιχτά το χέρι και περπατήσαμε μαζί αυτόν τον Γολγοθά. Πριν φύγει πρόλαβα και της είπα όλα όσα μέχρι τότε κρατούσα μέσα μου για εκείνη. Τα παράπονα και τις αγάπες μας -τα μοιραστήκαμε όλα. Αυτό που με πονάει πιο πολύ είναι ότι δεν κατάφερα να είμαι εδώ για ένα τελευταίο αντίο. Δε μου μαρτύρησε εκείνο το τελευταίο μας βράδυ πότε θα φύγει και αυτό της το κρατάω. Γέμισα τύψεις, τρελάθηκα. Όλοι να είναι εκεί και να λείπω μόνο εγώ. Στραβόξυλο μέχρι και σε αυτό, ήθελε να αποφασίσει εκείνη για εμένα. Κι επειδή ήταν ο βράχος και όχι απλά ένα στήριγμα, γκρεμίστηκε συθέμελα ο κόσμος μου και ένα κεφάλαιο της ζωής μου έκλεισε με το φευγιό της.

ΥΓ: Στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς κουμάντο έκανα εγώ. Το σπίτι τους ήταν για μένα πάντοτε το καταφύγιο. Το σπίτι τους είναι πλέον το σπίτι μου. Το χωλ που οδηγεί στην κρεβατοκάμαρά μου παραμένει μέχρι και σήμερα όπως το άφησαν. Επάνω στο μπουφεδάκι έχει μια φωτογραφία από τα πρώτα μου γενέθλια, με εκείνον κι εκείνη.

Μου λείπετε.

Μέχρι να ανταμώσουμε ξανά…

Αφιερωμένο στη γιαγιά μου.

Συντάκτης: Λαμπρινή Νταβέλη